Όταν ρωτήθηκε ο Καστοριάδης, ποια είναι η άποψή του για την λεγόμενη «ιστορική αναγκαιότητα», απάντησε περίπου τα εξής:
Αν κάποιος μπορούσε να μας αποδείξει ότι υπάρχει ιστορική αναγκαιότητα ως νόμος της ιστορίας και ότι εξ αιτίας αυτού η προοπτική είναι να γίνει αναγκαστικά η ανθρωπότητα ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, εμείς θα συνεχίζαμε να είμαστε εναντίον των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Την ίδια θέση απηχούν και οι σκέψεις, με τις οποίες κλείνει το γνωστό – και εξαιρετικά επίκαιρο – κείμενό του, με τον τίτλο «Οι ρίζες του μίσους»: «Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα».
Τι ήταν αυτό που μου ξαναθύμισε τα λόγια του Καστοριάδη;
Είναι η εμφάνιση του κειμένου των 58. Όχι βεβαίως για το περιεχόμενό του, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η διατύπωση της σκέψης κάποιων, για τις αναγκαίες και μάλιστα «στοχαστικές προσαρμογές», που θα βοηθήσουν να βγούμε από το βάλτο, στον οποίο βυθίζεται η χώρα.
Θυμήθηκα τον Καστοριάδη, για ένα άλλο λόγο. Επειδή η κίνηση αυτή πρέπει αναγκαστικά να αντιπαρατεθεί «μέχρις εσχάτων» μάλιστα, στο μέτωπο του συντηρητισμού και ανορθολογισμού, που έχει κατακλύσει τη χώρα. Και εδώ δεν επιτρέπονται αυταπάτες ως προς το συσχετισμό των δυνάμεων, διότι το μέτωπο είναι παντοδύναμο. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτό επιτυγχάνεται και εθνική ομοψυχία: Από το ΣΥΡΙΖΑ, ως εκπρόσωπο των πιο συντηρητικών κοινωνικών στρωμάτων, δηλαδή της κρατικής γραφειοκρατίας και των συντεχνιών, μέχρι την αντισυστημική δεξιά, της οποίας οι κοινωνικές αναφορές είναι κυρίως τα λούμπεν κοινωνικά στρώματα.
Μάλιστα, η παντοδυναμία του μετώπου αυτού, εδράζεται κυρίως στις συνέπειες της συλλογικής «λοβοτομής», που προκάλεσε στη χώρα. Ενδεικτικά:
Η πλειονότητα των συμπολιτών μας διέκοψε κάθε σχέση με τη λογική.
Διαταράχτηκε η σχέση μας με την πραγματικότητα, με συνέπεια να ακούμε φωνές, που μας λένε πως όλα είναι μία συνωμοσία.
Γοητευόμαστε από τον κάθε τυχοδιώκτη, που υπόσχεται να μοιράσει λεφτά που δεν υπάρχουν, κάνοντας να ωχριά και το «θάλασσα στα Τρίκαλα» του συμπαθέστατου Μπάμπη Κωνσταντόπουλου.
Το πολιτικό μας ήθος ισούται με αυτό των «παπατζήδων» της Ομόνοιας, πράγμα που επιτρέπει σε κάποιους να διαμαρτύρονται γιατί δεν συλλαμβάνονται οι εγκληματίες ναζί και όταν αυτό γίνεται, να βγάζουν τους συνταγματολόγους τους για να μας πείσουν, ότι είναι παράνομη η σύλληψη.
Αρχηγός πολιτικού κόμματος προτείνει το λιντσάρισμα συμπολίτη μας, που σημαίνει προτροπή μέχρι και για φόνο. Αυτό επιβάλλει την άμεση παρέμβαση της εισαγγελίας. Όταν λοιπόν επεμβαίνει η εισαγγελία, διαμαρτύρεται η αξιωματική αντιπολίτευση, ότι βιάστηκε ο εισαγγελέας να παρέμβει!!
Ενώ λοιπόν, ο παραλογισμός, ο αμοραλισμός και ο κυνισμός πήραν όλες τις μορφές και έγιναν το κυρίαρχο ρεύμα, πράγμα που σημαίνει ότι – προς το παρόν τουλάχιστον – «η πτώσις μας είναι βεβαία», κάποιοι συμπολίτες μας αποπειράθηκαν να αντισταθούν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για κάποια πράγματα, που παραπέμπουν στον ορθό λόγο και σε ένα διαφορετικό δημόσιο ήθος.
Σκεφτόμουνα λοιπόν – τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών – τι θα ‘λεγε ο Καστοριάδης για την περίπτωση αυτή; Πιθανολογώ πως, αρνούμενος τα υποκριτικά «ναι μεν αλλά», θα μας έλεγε ευθέως και πάλι:
«….ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα».
Υ.Γ. Για την αισιόδοξη πλευρά, θυμίζω πως οι μεγάλες ανατροπές, ουδέποτε προαναγγέλθηκαν. Μάλιστα, πολλές φορές, ήταν και ανεξήγητες. Αρκούσε απλώς κάποιοι να ξεκινήσουν. Εμείς είμαστε μ’ αυτούς που ξεκίνησαν.
Ο Κώστας Κούρκουλος είναι ποινικολόγος- δικηγόρος