«Η πρωτοβουλία των 58, όπως κι αν σχολιάστηκε, δηλαδή θετικά ή αρνητικά, αναποδογύρισε την πολιτική κλεψύδρα. Ο χρόνος για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού τρέχει και θα διατρέξει όλον τον πολιτικό χάρτη» («Το Βήμα», 20-10-2013). Με αυτή την παραστατική περιγραφή ο γραμματέας της ΔΗΜΑΡ Σπύρος Λυκούδης συνόψισε καίρια το ζήτημα που έθεσε η έκκληση – πρόσκληση των 58 για την ανασυγκρότηση της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, όπως επίσης και την απήχηση που είχε. Πολλοί έχουν θυμίσει ότι η συζήτηση για την «Κεντροαριστερά» εμφανιζόταν κατά καιρούς στην ημερήσια διάταξη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Σωστά. Με μια μεγάλη όμως διαφορά. Τότε αφορούσε τον στρατηγικό προσανατολισμό και την πολιτική κουλτούρα ενός χώρου που ηγεμόνευε και εξέφραζε το μισό εκλογικό σώμα. Τώρα η συζήτηση περιλαμβάνει μεν το ζήτημα της ταυτότητας του χώρου, αλλά πρωτίστως αφορά την πολιτική επιβίωσή του. Δεν συζητάμε τι μορφή θα πάρει αυτό που υπάρχει, αλλά αν θα υπάρχει αυτό που σήμερα εμφανώς φθίνει. Η απήχηση που είχε η έκκληση των 58, οι συναινέσεις και οι επιθέσεις που δέχτηκε οφείλονται κατʼ αρχάς στη ρηματοποίηση του υπαρξιακού προβλήματος του ευρύτερου χώρου. Στην περιγραφή των αρνητικών επιπτώσεων που θα έχει η περιθωριοποίησή του. Κυρίως όμως οφείλεται στη σύνδεση της προσπάθειας αναζωογόνησής του με την έξοδο από την κρίση, με τη βαθμιαία επούλωση του τραύματος του νέου διχασμού και τη μελλοντική εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Γιατί το κείμενο των 58 περιείχε μια προειδοποίηση. Δεν αρκεί να παρακολουθούμε με αγωνία την εξέλιξη του δημοσιονομικού πλεονάσματος, ούτε τον ρυθμό μείωσης της ύφεσης, ούτε τις παλινωδίες των δανειστών. Το πρόβλημα είναι ευρύτερο και σοβαρότερο. Οι συμπεριφορές και οι πρακτικές του πολιτικού – συνδικαλιστικού κατεστημένου, παλαιού και νέου, φιλοευρωπαϊκού και αντιμνημονιακού, μένουν απογοητευτικά κολλημένες στο κακό παρελθόν και επομένως προοιωνίζονται μια επισφαλή, ασταθή και αγκομαχούσα έξοδο από την κρίση. Η παραδοσιακή δημαγωγική πόλωση χωρίς ελάχιστο προγραμματικό υπόβαθρο όχι μόνο συνεχίζεται αλλά έχει λάβει εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά. Οι νέες υπόγειες διαπλοκές στο μεταβαλλόμενο τοπίο των νέων κομματικών συσχετισμών και της αναδιάταξης των μεγάλων συμφερόντων προμηνύουν την αναπαραγωγή της συστημικής διαφθοράς. Η άρνηση να αναληφθεί οποιαδήποτε σοβαρή πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμιση ενός κράτους που φόρτωσε την κρίση του στον ιδιωτικό τομέα προαγγέλλει την κατάπνιξη και των μικρότερων ακόμα βημάτων εξορθολογσμού που έγιναν μέσω της πληροφορικής οργάνωσης των δημοσιονομικών λειτουργιών λόγω Μνημονίου. Το ύψος της φωνής των πιο ισχυρών συντεχνιών έχει χαμηλώσει, αλλά των πιο αδύναμων έχει σβήσει, προμηνύοντας ένα κράτος πρόνοιας πιο φτωχό αλλά και πιο άνισο. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαιωνίζουν μια πρακτική αδιέξοδη, ηττώνται η μία μετά την άλλη, απονομιμοποιούνται μέσα στον ακραίο συντεχνιασμό τους, χωρίς να μπορούν να ανοίξουν καν το κεφάλαιο ενός νέου συνδικαλισμού που θα προστατέψει τη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα στους νέους εξαιρετικά δυσμενείς συσχετισμούς. Η αγκύλωση του πολιτικού – συνδικαλιστικού συστήματος στις παλαιές συμπεριφορές εξηγεί τη στασιμότητα των κομματικών σχηματισμών και την αποστασιοποίηση των πολιτών έναντι των ίδιων των κομματικών επιλογών τους. Ψήφισαν αλλά δεν έχουν ταυτιστεί ακόμα με το κόμμα που διάλεξαν. Στη διπλή αναμέτρηση του 2012 έγινε ένας εκλογικός σεισμός αλλά το νέο κομματικό σκηνικό ενσωμάτωσε τη στιγμή της καταστροφής του προηγούμενου, της αγανάκτησης για τη χρεοκοπία, χωρίς την προοπτική για το μέλλον. Μπορεί να είναι φυσικό, αλλά το αποτέλεσμα είναι σαφές. Το νέο κομματικό σύστημα αποτελεί προς το παρόν εμπόδιο στην προοπτική ανασυγκρότησης της χώρας. Προέκυψε ένα κόμμα, η ΧΑ, εκτός συνταγματικού τόξου. Ενα άλλο δίπλα του, οι ΑΝΕΛ, εκτός ορθολογικού τόξου. Το ΚΚΕ παραμένει οικειοθελώς ένα κόμμα ιδεολογικής «μαρτυρίας». Ο χώρος του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την πτώση του, ενώ διάφορα πρώην ηγετικά στελέχη του περιφέρονται αναζητώντας ατομικούς ρόλους. Η ΔΗΜΑΡ μάλλον παραδέρνει αναζητώντας μια κόχη να βολευτεί, και αυτή η αστάθεια την έκανε να μετατρέψει σε εσωκομματικό πρόβλημα ακόμα και την έκκληση των 58 που της έδινε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεργασίες ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς. Τέλος, ο μικρός δικομματισμός ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αυτοτροφοδοτηθεί αναπαράγοντας όλα τα στερεότυπα και τα κόλπα της δικομματικής αντιπαράθεσης του παρελθόντος, λες και δεν άλλαξε τίποτα. Η ΝΔ προβάλλεται σαν εγγυητής της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη με πρακτικές όμως «Καλαμάτας». Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πεισματικά στον αρνητισμό και στην καταστροφολογία γιατί είναι η μόνη συγκολλητική δύναμη στο εσωτερικό του, ενώ κάθε βήμα προς τη μεταμνημονιακή εποχή απαιτεί προγραμματικές θέσεις, οπότε αρχίζουν οι εσωκομματικές συγκρούσεις. Η κοινωνία όμως αρχίζει να κινείται διαφορετικά. Προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, οι ατομικές και οικογενειακές στρατηγικές ξανασχεδιάζονται μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Οι επιλογές των νέων ανθρώπων ήδη γίνονται στην προοπτική μιας άλλης Ελλάδας, πιο δύσκολης αλλά χωρίς τις αυταπάτες της μαγικής επιστροφής στην προ της χρεοκοπίας ευημερία. Μέσα στο ίδιο το πολιτικό σύστημα ενισχύεται η συνείδηση ότι μπαίνουμε στην εποχή της εθνικής ανασυγκρότησης, αν και λείπουν τα νέα πρόσωπα που θα τη σηματοδοτήσουν. Η πρόταση για τη συγκρότηση του τρίτου πόλου και της ενιαίας κεντροαριστερής παράταξης έρχεται να συναντήσει αυτή την αναδυόμενη νέα φάση. Το αίτημα ήταν διάχυτο, υπόρρητο και αόριστο. Η πρωτοβουλία των 58 απλώς το έκανε δυνατότερο και πιο συγκεκριμένο. Τώρα λοιπόν ήρθε με έμφαση στην επιφάνεια, γράφτηκε στην εθνική ημερήσια διάταξη και ενσωματώθηκε στις διαδικασίες των κομμάτων του χώρου. Συναντά το ενδιαφέρον των πολιτών με τη διάδοση ανάλογων ομάδων πρωτοβουλίας στις πόλεις και τη συμμετοχή μέσω Διαδικτύου (http: //.kentro.aristera.gr/start). Ουσιαστικά θέτει με διαφορετικούς όρους το σημερινό μείζον αίτημα. Η αναμόρφωση του νέου κομματικού συστήματος τώρα, πριν αυτό παγιωθεί και μαζί παγιώσει τις σημερινές εμφανείς παθογένειές του, είναι κεντρικό, σχεδόν αφετηριακό, αίτημα για την εθνική ανασυγκρότηση της χώρας στη νέα εποχή. Ενας υπολογίσιμος τρίτος πόλος αυξάνει τις δυνατότητες συμμαχιών για τον σχηματισμό κυβερνήσεων. Και αυτό το προφανές απαντά στη συκοφαντική ανοησία που ακούγεται ότι η πρόταση σημαίνει «στρατηγική σύμπλευση με τη ΝΔ». Πέρα όμως από αυτά, η συγκρότηση της ενιαίας κεντροαριστερής παράταξης θα δώσει μια νέα κομματική ταυτότητα στον κόσμο που είναι ή ήταν στο ΠΑΣΟΚ, και που τώρα δυσκολεύεται να το δηλώσει. Θα δώσει επίσης ένα ευρύτερο πεδίο δράσης στον κόσμο της ΔΗΜΑΡ που συμπιέζεται στο σημερινό κομματικό σκηνικό, με όλο και πιο περίεργες παρέες. Και κάτι τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο. Η συγκρότηση της ενιαίας κεντροαριστερής παράταξης, αν υπάρξει, είναι το πολιτικό σχέδιο της γενιάς των τριαντάρηδων και σαραντάρηδων. Δένει τη σημερινή τους ένταξη στον προοδευτικό χώρο με την περιπέτεια της εθνικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας. Δύσκολα θα βρουν στη σημερινή κατάσταση ισχυρότερο όραμα που να προσφέρει συναισθηματική φόρτιση στην πολιτική τους επιλογή.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου