1. Η “μη-διάσωση” (non assistance clause) είναι σήμερα (και) οικονομικά  ανορθολογική.

Συμβιβασμός, όπως ήταν αναμενόμενο , υπήρξε αλλά με τους όρους των οικονομικά ισχυρών. Οι  Frugal Four, η  “Τετράδα της Λιτότητας”, επέβαλε σε γενικές γραμμές την οπτική της. Ωστόσο  ας μη μας ξεγελάσουν  η ιδεοληπτική, σχεδόν, επιμονή του Mark Rutte και η ισχυρή άποψη της Άνγκελα Μέρκελ κατά του ευρωομολόγου στην διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Οι χώρες τους  είναι εξίσου εξαρτημένες από τους Ευρωπαίους εταίρους τους  όπως και οι εταίροι τους είναι εξαρτημένοι από εκείνες. Το γιατί αποτυπώνεται στον πίνακα που ακολουθεί.

ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΤΩΝ FRUGAL FOUR ΑΝΑ ΑΓΟΡΑ
Ε.Ε ΗΠΑ ΚΙΝΑ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 60% 9% 7%
ΟΛΛΑΝΔΙΑ 74% 4% 2%
ΑΥΣΤΡΙΑ 71% 6% 2,7%
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 59% 7% 6%

Πηγή: europa.eu και UN Comtrade database

Δηλαδή το 60% των συνολικών εξαγωγών της Γερμανίας πραγματοποιείται προς τα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόλις  ένα 7% κατευθύνεται προς την Κίνα και ένα 9% προς τις ΗΠΑ. Αντιστοίχως  το   74% των εξαγωγών της Ολλανδίας αφορά τα λοιπά κράτη-μέλη της Ένωσης με το  2% να εξάγεται  στην Κίνα και το 4% στις ΗΠΑ . Ομοίως, το 71% των Αυστριακών εξαγωγών γίνεται προς τα λοιπά Ευρωπαϊκά κράτη, έναντι 6% στις ΗΠΑ . Τέλος η Φινλανδία εξάγει 59% εντός της ΕΕ , 6% στην Κίνα και 7% στις ΗΠΑ.

Η ευημερία συνεπώς της αποκαλούμενης “Τετράδας της Λιτότητας”, των  Frugal Four,   είναι ευθέως και εντόνως συναρτημένη από την αγοραστική δύναμη των υπολοίπων Ευρωπαίων εταίρων τους.  Ωστόσο οι τέσσερις αυτές χώρες εμφανίζονται σφόδρα αντίθετες με την οικονομική στήριξη των κρατών-μελών που επλήγησαν περισσότερο από την επιδημία του  Covid-19, πρωτίστως των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, και ιδίως με την έκδοση ενός κοινού ευρω-ομολόγου.

Οι αρνητές  μιάς κοινής ισχυρής δημοσιονομικής στήριξης επικαλούμενοι την “δημοσιονομική ανευθυνότητα” των χωρών του Νότου βασίζουν τελικά το  επιχείρημά τους στην ρήτρα “μη διάσωσης” (non-assistance clause) του άρθρου 125 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης για την Λειτουργία της EE). Ωστόσο το επιχείρημα αυτό πάσχει διπλά.

Πρώτον, η “μη διάσωση” είναι μιά καθαρά αμυντική ρύθμιση σε πνεύμα διακυβερνητισμού (και όχι ομοσπονδισμού).  Βασίζεται δηλαδή στην αντίληψη μιάς κατά το μάλλον ή ήττον  χαλαρής Ένωσης Κρατών όπου προέχει το εθνικό και όχι το κοινό συμφέρον. Μιάς Ένωσης  η ουσία της οποίας εξαντλείται στις ελεύθερες οικονομικές συναλλαγές ενώ η κοινωνική και πολιτική σύγκλιση δεν είναι τελικά επιθυμητές. Το πνεύμα αυτό εκπροσωπούσε το άρτι αποχωρήσαν Ηνωμένο Βασίλειο.

Δεύτερον, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η επιλογή της μη στήριξης των αδύναμων κρατών αποτελεί ανορθολογική επιλογή ακόμα και για τους θιασώτες του διακυβερνητισμού. Μιά οικονομική κατάρρευση χωρών της Ένωσης – των χωρών του νότου κυρίως- θα πλήξει προφανώς τις Γερμανικές και Ολλανδικές εξαγωγές . Κατ’ ουσίαν όσοι σε συνθήκες οξυμένης κρίσης επικαλούνται την μη διάσωση αρνούνται να στηρίξουν την αγοραστική δύναμη των καλύτερων πελατών τους.

  1. ΕυρωπαϊκήΟμοσπονδία ή Ευκαιριακή Αγορά ;

Μοιάζει λοιπόν οι decision makers των οικονομικά ισχυρών παικτών της Ευρώπης  να αντιμετωπίζουν την Ένωση ως την πίσω αυλή τους, κατάλληλη για ευκαιριακές συναλλαγές. Όσο τα πράγματα πηγαίνουν καλά και το εμπόριο είναι επικερδές η αυλή παραμένει ανοικτή και η ευρωπαϊκή (συναλλακτική) εγγύτητα δεδομένη.

Μόλις όμως προκύψουν δυσκολίες και αντί του εμπορικού κέρδους τεθεί ζήτημα αλληλεγγύης , δηλαδή μοιράσματος των βαρών μιάς επαχθούς κατάστασης (COVID-19 αλλά και προσφυγικό ) τότε επιλέγεται ως καταλληλότερη στρατηγική το National Distancing”: κρατείστε τα προβλήματά σας μακρυά από μας, δηλαδή σε εθνικό επίπεδο.

Ευτυχώς δεν είναι το σύνολο των ιθυνουσών ομάδων της Ευρώπης φορείς της ίδιας αντίληψης . Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ολλανδίας . Μπορεί οι τοποθετήσεις του  Πρωθυπουργού Mark Rutte  και ιδίως  του Υπουργού του των  Οικονομικών Wopke Hoekstra να απετέλεσαν την αιχμή του δόρατος  των frugal four  κατά του κορωνο-ομολόγου,  ωστόσο ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του φιλελεύθερου κόμματος  Democraten 66 που μετέχει στην κυβερνητική συμμαχία της Ολλανδίας  Rob Jetten τόνισε σε δήλωσή του “Η Ολλανδία πλούτισε μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα που οι θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα βρίσκονται σε κίνδυνο σε όλη την Ευρώπη δεν μπορούμε να αφήσουμε του εταίρους μας να ασφυκτιούν. Μόνο όλοι μαζί μπορούμε να επιβιώσουμε”.

Η Sophie in ‘t Veld, ευρωβουλευτής  του ιδίου κόμματος δήλωσε επίσης πως “Είναι ξεκάθαρο ότι [οι υπέρμαχοι της δημοσιονομικής αυστηρότητας και αρνητές της διάσωσης] παίζουν με την φωτιά, διότι αν η Ιταλία καταρρεύσει τότε η Ευρωζώνη και η Ένωση  θα καταρρεύσουν , και εμείς μαζί τους”.

Ο επικεφαλής ενός ακόμη κυβερνητικού εταίρου, του συντηρητικού κόμματος της Χριστιανικής Ένωσης, Gert -Jan Segers  ζήτησε την εφαρμογή ενός “Σχεδίου Μάρσαλ για την Νότια Ευρώπη”.

Όταν οι ίδιοι οι κυβερνητικοί εταίροι απορρίπτουν την  γραμμή του Πρωθυπουργού και του αρμόδιου Υπουργού , η  σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση δεν θα μπορούσε παρά να είναι ιδιαίτερα επικριτική απέναντι στην στάση της κυβέρνησης . Ο Lodewijk Asscher, επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος (Dutch Labor Party -PvdA) επεσήμανε ότι  ” Το να μην  ενεργήσουμε αποφασιστικά σημαίνει ότι ρισκάρουμε μιά άνευ προηγουμένου κρίση στην Ευρωζώνη. Είτε θα αντιμετωπίσουμε την καταιγίδα ως συλλογικότητα , είτε θα βυθιστούμε ο καθένας μόνος του.”

Τόσο ο  Asscher όσο και ο βουλευτής των Ολλανδών Εργατικών Paul Tang επισημαίνουν και ένα επιπλέον κρίσιμο σημείο : το ότι η αρχή της “μη διάσωσης” έχει ξεπεραστεί από την πραγματικότητα. “Αν και βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σοκ ριζικά διαφορετικό από την προηγούμενη κρίση της Ευρωζώνης η Ολλανδική κυβέρνηση επιστρέφει σε χιλιοειπωμένα επιχειρήματα περί “ηθικού κινδύνου”, τόνισε ο πρώτος. “Στην Ολλανδία η συντηρητική δημοσιονομική πολιτική υπήρξε δημοφιλής. Αλλά αυτά τα ξεπερασμένα επιχειρήματα δεν έχουν κανένα νόημα στις σημερινές συνθήκες”, ανέφερε ο δεύτερος.

Πέραν των πολιτικών και άλλοι θεσμικοί (και αρμόδιοι) παίκτες αμφισβητούν την προσήλωση στην αρχή της “μη διάσωσης” . Ο  Κεντρικός Τραπεζίτης της Ολλανδίας, γνωστός ιέραξ της δημοσιονομικής ορθοδοξίας,  Klaas Knot είπε πως “ Όταν βλέπεις το τι συμβαίνει με τον κορονοϊό σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία καταλαβαίνεις ότι η έκκληση για αλληλεγγύη είναι εξαιρετικά λογική” . Ενώ και ο εκ των προκατόχων του Nout Wellink  δήλωσε πρόσφατα : “Αν καταρρεύσει ο Νότος ο πλούσιος Βορράς θα πάψει να υπάρχει”.

  1. Οι εκλογικές στοχεύσεις υπεράνω των ενωσιακών προοπτικών ;

Σε μεγάλο βαθμό , οι λόγοι για τους οποίους οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ολλανδίας οδηγούνται σε μιά τέτοια παρακινδυνευμένη (και) οικονομικά  τακτική, είναι εκλογικοί. Τόσο η Ολλανδική κεντρο-δεξιά κυβέρνηση  όσο και η αντίστοιχη Γερμανική, που οδεύουν σε εκλογές τον επόμενο χρόνο, ενεργούν με προτεραιότητα την αντιμετώπιση της λαϊκιστικής αντιπολίτευσης που τους πιέζει στα δεξιά τους. Μιά τέτοια  τακτική όμως εδράζεται στην – αλλά και ενισχύει την- αντίθεση μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά και ευρωπαϊκού νότου.

Η μυθολογία του σκληρά εργαζόμενου βορρά που τρέφει τους τεμπέληδες του νότου,  πυροδοτήθηκε  από τα λαϊκά ταμπλόιντ και αξιοποιήθηκε δεόντως πολιτικά από τους πρωταθλητές της δημοσιονομικής αυστηρότητας για τις ανάγκες της διαχείρισης της πρόσφατης κρίσης χρέους. Εξέθεσε όμως σε αυτή την επικίνδυνη κατεύθυνση την κοινή γνώμη των βορειο-ευρωπαϊκών χωρών  προκαλώντας ανάλογο συλλογικό εθισμό. Εθισμό που σήμερα τροφοδοτείται  ακόμη περισσότερο, υπό τον φόβο της υγειονομικής κρίσης, από την γενικευμένη προσφυγή στην προστασία του εθνικού κράτους .

Ωστόσο ακόμα και υπό το εκλογικό πρίσμα η τακτική αυτή είναι στενά εθνοκεντρική . Προσπαθώντας να περιορίσει την ακροδεξιά  AfD στην Γερμανία καταλήγει να ενισχύσει τον Σαλβίνι στην Ιταλία και το Vox στην Ισπανία υποσκάπτοντας  εξ ίσου αν όχι και περισσότερο την Ενωσιακή δυναμική.

  1. Πίσωαπό τα χρηματοδοτικά εργαλεία, κρύβονται συστήματα αξιών

Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως οι ιθύνουσες ομάδες των (οικονομικά ισχυρών) κρατών -μελών και των ενωσιακών θεσμών αντιλαμβάνονται -έστω και κατόπιν πιέσεων- την σοβαρότητα της κατάστασης. Ωστόσο οι  αξίες της δημοσιονομικής αυστηρότητας που εξακολουθούν -ως ρεφλέξ ίσως- να κυριαρχούν στους εν λόγω κύκλους καθυστερούν τις ορθές αντιδράσεις.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ με τις αρχικές της δηλώσεις ότι “δεν είναι δουλειά της Κεντρικής Τράπεζας” να μειώσει τα spreads των υπερχρεωμένων κρατών-μελών,  έριξε τον δείκτη στο χρηματιστήριο του Μιλάνο κατά 17% προκαλώντας οξύτατες αντιδράσεις από Ιταλούς αξιωματούχους .

Ο Κεντρικός Τραπεζίτης της Αυστρίας Ρόμπερτ Χόλτζμαν δήλωσε αντιστοίχως ότι “το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί  με νομισματική πολιτική” και πως θα πρέπει τα ίδια τα πληττόμενα κράτη να αναπτύξουν άλλες λύσεις.

Οι αρνητικές πολιτικές αντιδράσεις, αλλά και ο φόβος των χρηματαγορών,  ανάγκασαν την Τράπεζα να εκδώσει ανακοινωθέν σύμφωνα με το οποίο “η ΕΚΤ είναι έτοιμη να διασφαλίσει μιά ομαλή προσαρμογή της νομισματικής της πολιτικής” και την ίδια την Λαγκάρντ να ανασκευάσει τις αρχικές της τοποθετήσεις λέγοντας -στο πρότυπο της γνωστής δήλωσης Ντράγκι – “Δεν υπάρχουν όρια στην δέσμευσή μας απέναντι στο κοινό μας νόμισμα. Είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε όλα τα όπλα που έχουμε στην διάθεσή μας , στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μας”. Ποσοτικά αυτό μεταφράζεται σε 120 δις  συν 750 δις με το πρόγραμμα PEPP (Πρόγραμμα Αγορών Πανδημίας) για αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων.

Δεν παρέλειψε όμως η κα Λαγκάρντ να διευκρινίσει  ότι η  οικονομική στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομιών  θα γίνει επειδή  “Οι εξαιρετικές καταστάσεις απαιτούν εξαιρετικές μορφές δράσης”, καθιστώντας δηλαδή σαφές ότι τέτοιας  έκτασης “αλληλέγγυες” παρεμβάσεις δεν εμπίπτουν στην ενωσιακή κανονικότητα.

Από την άλλη πλευρά κεντρικό διακύβευμα υπήρξε η έκδοση ή μη κοινού ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση των υφεσιακών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Εννέα χώρες ( Γαλλία, Ιταλία,  Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο και Σλοβενία) ζητούν την έκδοσή του . Τέσσερις άλλες (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία), η “Τετράδα της Λιτότητας” (Frugal Four), αρνούνται . Αντιπροτάθηκε (και επιβλήθηκε τελικά) η χρήση διαφορετικών εργαλείων που αναπτύχθηκαν την περίοδο της κρίσης χρέους και κυρίως τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, βασικό στοιχείο του οποίου είναι η αιρεσιμότητα (conditionality), η παροχή δηλαδή δανειακών διευκολύνσεων υπό όρους , μέσω των οποίων όρων οι δανειστές επιβάλουν στους δανειζόμενους συγκεκριμένες δημόσιες πολιτικές. Οι Ολλανδοί επέμειναν ιδιαίτερα στην επιβολή εξειδικευμένων για κάθε χώρα προϋποθέσεων εκταμίευσης, γεγονός που η Ιταλία απέρριπτε κάθετα.

Η Άνγκελα Μέρκελ από την πλευρά της είχε υποστηρίξει πως “Με το ESM διαθέτουμε ένα εργαλείο με πολλές δυνατότητες απέναντι στην κρίση”.  Ωστόσο το  έγκυρο Spiegel έσπευσε να σημειώσει: “Η κυβέρνηση της κυρίας Μέρκελ, αντί να εξηγήσει με ειλικρίνεια ότι σε μια τέτοια κρίση δεν υφίσταται άλλη εναλλακτική εκτός από τα ευρωομόλογα, αφήνει να υπονοηθεί πως υπάρχει κάτι «σάπιο» σε αυτά ομόλογα… Η Ε.Ε. βρίσκεται τώρα σε υπαρξιακή κρίση. Το να ενεργεί σαν φύλακας της δημοσιονομικής αρετής σε μια τέτοια κατάσταση είναι μικροπρεπές και κακό….τα ευρωομόλογα…δεν ισοδυναμούν με μια ένωση μεταφοράς χρέους,  το πλεονέκτημά τους είναι ότι θεωρούνται ασφαλής επένδυση… ”

Ένα δεύτερο συναφές πρόβλημα αποτελεί το ύψος της παρέμβασης. Οι υπέρμαχοι των πολιτικών λιτότητας επέβαλαν ένα ποσό της τάξεως του μισού τρις που κρίνεται από όλες τις άλλες πλευρές ανεπαρκές. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμά ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 1,5 τρις ευρώ ώστε η παρέμβαση να είναι αποτελεσματική.

Μέσα από την έντονη αυτή αντιπαράθεση η κουλτούρα συμβιβασμού που διέπει γενικώς την λειτουργία της Ένωσης  οδήγησε σε κάποια μορφή λύσης.  Ο εξαιρετικά επείγων χαρακτήρας των μέτρων  πίεσε προς αυτή την κατεύθυνση. Πίεσε όμως περισσότερο τους έχοντες άμεση ανάγκη χρηματοδότησης -και πρωτίστως την Ιταλία- οι οποίοι για μία ακόμη φορά υποχώρησαν. Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ πρότεινε κατά τις διαπραγματεύσεις στο  Eurogroup μιά  φόρμουλα “light αιρεσιμότητας”  όπου ο δανεισμός θα γίνεται με ελάχιστους και κοινούς για όλους όρους. Τελικά μιά τέτοια  λύση  υιοθετήθηκε, μόνο όμως για δαπάνες σχετιζόμενες με την υγειονομική πολιτική.

Το επίμαχο ζήτημα των ευρωομολόγων παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο  με την αόριστη διατύπωση της δημιουργίας ενός ειδικού Ταμείου το οποίο θα χρησιμοποιήσει “καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία” για την άντληση ρευστότητας.  Εδώ ακριβώς φαίνεται πως η “δημιουργική ασάφεια” αποτελεί την βάση παραγωγής (ανεπαρκούς) πολιτικής σε κορυφαία όργανα (όπως το  Eurogroup αλλά και το Συμβούλιο). Με βάση την συγκεκριμένη ασαφή διατύπωση ο μεν Ιταλός Υπ.Οικ τουίταρε : ” Τα ευρωομόλογα βρίσκονται στο τραπέζι . Υποβάλουμε μιά φιλόδοξη πρόταση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Θα αγωνιστούμε να την κερδίσουμε”. Αντιθέτως ο βασικός του αντίπαλος στην τρέχουσα διαπραγμάτευση Ολλανδός Υπ.Οικ δήλωσε: “Τα πράγματα είναι απλά: Τα ευρωομόλογα είναι κάτι  με το οποίο ΔΕΝ συμφωνούσα, ΔΕΝ συμφωνώ και ΔΕΝ θα συμφωνήσω ποτέ”. Με την “δημιουργική ασάφεια” αγοράζεται λοιπόν χρόνος  και αποφεύγονται τα βραχυπρόθεσμα αδιέξοδα αλλά δεν διασφαλίζονται μακροπρόθεσμες και ουσιαστικές λύσεις.

Πέραν όμως του ύψους και των όρων της χρηματοδότησης, το μέγα ζήτημα είναι το αξιακό φορτίο, ο συμβολισμός και εν τέλει το όραμα για την Ευρώπη που κάθε μιά από αυτές τις τεχνικές λύσεις (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας /ESM εναντίον Ομολόγων, ισχυρή ή χαλαρή αιρεσιμότητα κλπ) υποκρύπτει .

Στην πρώτη περίπτωση (ESM,  μη έκδοση κοινών ομολόγων , ισχυρή αιρεσιμότητα)  διασφαλίζεται ένας μηχανισμός χρηματοδότησης  που συνοδεύεται από εργαλεία μονομερούς επιβολής δημοσίων πολιτικών . Στην δεύτερη  περίπτωση (κοινά ομόλογα, απουσία ή χαλαρή αιρεσιμότητα κλπ) βάση του δανεισμού καθίσταται  η  διευρωπαϊκή αλληλεγγύη.  Η πρώτη τεχνική λύση ανταποκρίνεται στην Ευρώπη ως ζώνη οικονομικών συναλλαγών. Η δεύτερη σε μιά Ευρώπη που θέλει να αποτελέσει το Κοινό Σπίτι των λαών της. Η τελική απόφαση δείχνει που ακριβώς βρίσκεται το κέντρο βάρους της σημερινής Ένωσης. Ζούμε σε  μιάν “Ευρώπη α λα κάρτ” το μενού της οποίας είναι διαμορφωμένο με βάση τις προτιμήσεις των οικονομικά ισχυρών κρατών-μελών.

  1. Ηστρατηγική της “χαμηλής πολιτικής” οδηγεί σε μιά Ένωση Ισχνή και Ρηχή .

Εν τέλει, πίσω από την επιφάνεια των διαπραγματεύσεων και των συμβιβασμών ως  βασικό διακύβευμα αναδεικνύεται η ανάπτυξη μιάς ριζικά διαφορετικής κουλτούρας για την πολιτική ενότητα της Ευρώπης. Μιάς κουλτούρας που δεν θα προτάσσει εθνοκεντρικούς μικρο-υπολογισμούς και δεν θα αναπαράγει  επικίνδυνες οικονομικές ανισορροπίες και κατ’ επέκταση πολιτικά αδιέξοδα. Μιάς κουλτούρας  που θα ευνοεί την θεσμική ενότητα και την κοινωνική σύγκλιση.  Που θα αντιμετωπίζει τις αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις και τριβές  με πολιτικό θάρρος και θεσμική καινοτομία,  όχι  με διαρκείς αναβολές και συναινετική στασιμότητα. Και αυτό βέβαια μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τομές και ριζικές αλλαγές  .

Ο κυρίαρχος διακυβερνητισμός, δηλαδή σε τελική ανάλυση ο εθνοκεντρικός προσανατολισμός προκύπτει από – αλλά και φανερώνει- την έλλειψη ουσιαστικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Έλλειψη που αναδεικνύει μιάν Ευρωπαϊκή Ένωση  Ισχνή και Ρηχή .  Ισχνή διότι περιορίζει το εύρος των κοινών πολιτικών σε τομείς οικονομικού πρωτίστως χαρακτήρα και (εθνικά) επιλεκτικού ενδιαφέροντος και Ρηχή διότι μειώνει το βάθος τους , λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης.

Αν το ζητούμενο είναι η -κατά Δημήτρη Τσάτσο- Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία θα πρέπει να σκεφτούμε κατ’ αναλογία ένα εθνικό κράτος όπου περιφέρειες με ισχυρή ανάπτυξη θα αρνούνταν πεισματικά (και υπό οιεσδήποτε συνθήκες) να αναδιανείμουν μέρος του  παραγόμενου πλούτου προς περιφέρειες με ανεπαρκή ενδογενή ανάπτυξη . Αν πχ η Αττική και η Κεντρική Μακεδονία άφηναν την Θράκη και την Ήπειρο στην τύχη τους. Τι είδους πολιτική συνοχή, τι είδους κοινωνική ομοιογένεια αλλά και ποιάς μορφής νομισματική λειτουργικότητα (ποιά βέλτιστη νομισματική περιοχή) μπορούν να οικοδομηθούν πάνω σε τέτοια ιδιοτελή δόγματα;

Διότι τέτοια ακριβώς δόγματα ακολουθούν όσοι  κλείνουν ερμητικά τα σύνορά τους και πετούν το μπαλάκι του προσφυγικού στον νότο, όσοι διαχειρίζονται παραδείσους φοροδιαφυγής και κουνάνε το δάχτυλο σε εκείνους που “δεν ήταν έτοιμοι για την ύφεση της πανδημίας” (αλλά ταυτόχρονα ζητούν ειδικές ενισχύσεις για τους παραγωγούς τουλίπας που επλήγησαν από την ίδια πανδημία), όσοι συσσωρεύουν θηριώδη πλεονάσματα αλλά την στιγμή της κρίσης αντιδρούν εθνοκεντρικά και αμυντικά αρνούμενοι το ευρωομόλογο, όσοι κρατούν τον Ενωσιακό προϋπολογισμό στο 1% του ΑΕΠ και αρνούνται να ασκήσουν ουσιαστικές Ενωσιακές πολιτικές (κυρίως στον κοινωνικό τομέα).

  1. Η  Ολοκλήρωση της Ευρώπης απαιτεί  εδώ και τώρα “υψηλή πολιτική” : βολονταρισμό και ριζοσπαστικές  τομές

Θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως το θεμελιώδες αφήγημα των ιδρυτών της Ένωσης δηλαδή η πορεία από την χαμηλή στην υψηλή πολιτική (ή για να το πούμε διαφορετικά: από την παραγωγική σύγκλιση στην πολιτική ενοποίηση) έχει εξαντλήσει την δυναμική του: οι οικονομίες εξακολουθούν να παραμένουν επί μισόν αιώνα εθνικές και να επιβάλουν στα κράτη – μέλη εθνοκεντρικές λογικές και αποφάσεις. Ο εθνοκεντρισμός είναι πλέον εγγενές στοιχείο της σημερινής Ένωσης και δεν πρόκειται να ξεπεραστεί με δειλές πολιτικές και άτολμο συναινετισμό . Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε αλλά η λογική του παραμένει κυρίαρχη μεταξύ των οικονομικά ισχυρών κρατών και  -μέσω της επιρροής τους- εντός των θεσμών.

Η παραγωγική “υπεροχή” Γερμανών , Ολλανδών και λοιπών “Βορείων” (που τελικά παρά τα πενήντα χρόνια σύγκλισης δεν αμβλύνθηκε από την “αόρατη χείρα” της Κοινής Αγοράς) και η αμυντική προάσπιση αυτής της υπεροχής είναι ακριβώς η βασική δύναμη που υποσκάπτει κάθε προοπτική εμβάθυνσης και ουσιαστικής ενοποίησης της Ευρώπης. Απέναντί της  χρειάζονται όχι  οικονομικά ημίμετρα αλλά τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες.

Όπως σημειώνει ο Henri Lastenouse στο site του “Sauvons l’ Europe” (“Να Σώσουμε την Ευρώπη”)  αν η Ευρώπη μέσω της Κοινής Αγοράς διασφάλισε “εύκολους πελάτες” βοηθώντας κάποιους να “αποσπάσουν αξία” πρέπει τώρα να απαιτήσει από όσους ωφελήθηκαν να ενδιαφερθούν για το συνολικό οικοσύστημα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν και να “παράξουν αξία” για αυτό.

Ποιά είναι όμως αυτή η Ευρώπη που θα σταθεί στα πόδια της , θα ξορκίσει τις πλημμέλειες και ανεπάρκειές της και θα απαιτήσει αντισταθμιστικές παραχωρήσεις από τα ισχυρότερα μέλη της, από εκείνα δηλαδή που ωφελήθηκαν περισσότερο από την μέχρι σήμερα πορεία ατελούς σύγκλισης; Και ακόμη, ποιά είναι τα μέσα πίεσης που έχει αυτή η Ευρώπη στην διάθεσή της ώστε να προχωρήσει αποφασιστικά προς την ολοκλήρωσή της;

Η εμπειρική παρατήρηση δείχνει ότι αυτή η Ευρώπη μπορεί να συγκροτηθεί ως μιά συμμαχία μεταξύ των χωρών του Νότου όπου τόσο οι κοινωνίες όσο και οι πολιτικές τάξεις συνολικά αντιλαμβάνονται βιωματικά τα προβλήματα και είναι περισσότερο ή λιγότερο προετοιμασμένες να αντιδράσουν για την υπερβούν, αλλά και με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις αλλά και τις παραγωγικές και κοινωνικές ομάδες στις χώρες του Βορρά που κατανοούν τους κινδύνους τους οποίους κρύβουν οι οικονομικές και κοινωνικές ανισορροπίες για την Ευρώπη συνολικά και για κάθε χώρα ξεχωριστά , των ισχυρών βορείων μη εξαιρουμένων. Η συμμαχία αυτή ωστόσο και οι αντιπαραθέσεις τις οποίες  θα προκαλέσει  ή θα εμπλακεί θα πρέπει να έχουν πολιτικό και όχι δι-εθνικό ή δια-κρατικό πρόσημο.

Μέσο πίεσης μπορεί να είναι ο πολιτικός βολονταρισμός και τολμηρές πρωτοβουλίες που να ενισχύουν την Πολιτική Ευρώπη. Η κατάσταση που αποτυπώθηκε στον πίνακα στην εισαγωγή αυτού του άρθρου δείχνει ακριβώς ότι οι ισχυροί  βόρειοι δεν έχουν απεριόριστα αποθέματα άρνησης να αντιτάξουν στους διαφωνούντες εταίρους τους.

Παραδείγματα πολιτικού βολονταρισμού θα ήταν πρωτοβουλίες όπως αυτή που πρότεινε ο Wolfgang Münchau, associate editor και αρθρογράφος των Financial Times, ως εναλλακτική στο τρέχον διαπραγματευτικό “αδιέξοδο” : την έκδοση ενός  κοινού ευρωομολόγου μόνο από τους  εννέα “προθύμους” (coalition of the willing).  Θα μπορούσαν, εισηγήθηκε, να εκδώσουν ένα κοινό ομόλογο και να ζητήσουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράσει τα εν λόγω χρεόγραφα στο πλαίσιο του προγράμματος  αγορών έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας (PEPP).

O έμπειρος σχολιαστής σημειώνει βέβαια ότι μιά τέτοια λύση δεν θα χρηματοδοτούσε τα  ευάλωτα κράτη-μέλη στην έκταση  που θα το επιτύγχανε ένα σωστά σχεδιασμένο εργαλείο υποστηριζόμενο από όλες της χώρες της Ένωσης. Όμως, ενώ θα εισέφερε μικρότερη ρευστότητα  θα δημιουργούσε πρωτίστως ένα σπουδαίο πολιτικό  προηγούμενο. Μιά τέτοια πρωτοβουλία θα είχε λοιπόν πολύ μικρότερη χρηματοπιστωτική αλλά πολύ μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα.

Όπως γράφει ο  Münchau ένα ομόλογο των “εννέα προθύμων” περικλείει έναν κίνδυνο αλλά ταυτόχρονα προσφέρει και μιάν ευκαιρία : ο κίνδυνος θα ήταν  να θεωρηθεί ως πρόδρομη ενέργεια μιάς πιθανής διάσπασης. Αυτό ακριβώς συνιστά όμως και την ευκαιρία αφού “ η Γερμανία θα δράσει  για να βοηθήσει τους άλλους μόνο όταν αντιληφθεί μιαν υπαρξιακή απειλή για την ευρωζώνη”. Άρα , κατά τον αρθρογράφο, “μια τέτοιας μορφής αντιπαράθεση  πρέπει οπωσδήποτε να συμβεί” .

Εν κατακλείδι, πολλές αντιπαραθέσεις τέτοιας μορφής  θα πρέπει να συμβούν .  Η αναβάθμιση του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου, η οικοδόμηση πραγματικών ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων , η ουσιαστική αύξηση του Ενωσιακού προϋπολογισμού, η διεύρυνση και εμβάθυνση των κοινών δημοσίων πολιτικών,  η ενίσχυση της κοινωνικής Ευρώπης, η διαμόρφωση ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού διοικητικού χώρου, θα πρέπει να αποτελέσουν πεδία συνεχούς και επίμονης πολιτικής (και όχι εθνικής) αντιπαράθεσης.  Πολλές “συμμαχίες προθύμων” θα πρέπει να συγκροτηθούν, προθύμων και αποφασισμένων να εργαστούν για την επιτάχυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

Ας θυμηθούμε την παρομοίωση της Ευρώπης με ένα ποδήλατο : αν το ποδήλατο σταματήσει να προχωρά πέφτει. Και η Ευρώπη , εδώ και κάποιο διάστημα, έχει σταματήσει να προχωρά .

*Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Πηγή άρθρου: https://publicpolicies.blogspot.com

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.