Και αν αντίστροφα από ό,τι συνήθως λέγεται, τώρα είναι η στιγμή; Η στιγμή να βγούμε από την πολύχρονη αδράνεια με την οποία αντιμετωπίζουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις εντάσεις της Ανατολικής Μεσογείου; Η κυρίαρχη άποψη λέει το αντίθετο. Όταν σε πιέζουν δεν κάνεις διάλογο γιατί είναι σαν να υποχωρείς. Το ίδιο μότο επαναλήφθηκε ύστερα από τη νέα κίνηση της Τουρκίας να υπογράψει το γνωστό μνημόνιο με τον αμφισβητούμενο ηγέτη της Λιβύης. Όμως η διεθνής αποδοκιμασία του μνημονίου ήταν ιδιαιτέρως ηχηρή και σε αυτήν συμμετείχε και η Ρωσία πέραν των ευρωπαϊκών χωρών. Αντί να το υποτιμούμε, το γεγονός πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε. Μπορεί οι τελευταίες εξελίξεις να αποτελούν ευκαιρία αντί να συνιστούν μόνο σαν απειλή; Μήπως με άλλα λόγια η υπερεπέκταση της Τουρκίας σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο έβαλε πολλούς πλέον παίκτες στο παιχνίδι γεγονός που μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε τολμηρότερα τον πυρήνα των διαφορών μας με τη γείτονα ξεπερνώντας τους φόβους και τις αδράνειές μας;

Εννοώ την αδράνεια που επιλέξαμε μετά το 2004 όταν αναστείλαμε τη δυναμική της συμφωνίας του Ελσίνκι για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και βάλαμε το Κυπριακό στο ράφι αναμένοντας «καλύτερες μέρες». Όσο η Τουρκία προσέβλεπε στη σχέση της με την ΕΕ ή ασχολείτο με τα δικά της, η αδράνεια δεν μας κόστιζε. Μετά όμως την κρίση της Μέσης Ανατολής και τους υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία άλλαξε και τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Όλοι σήμερα αναγνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε μια νέα εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία. Εκεί όμως σταματάμε παραλύοντας μέσα στην δική μας αντίφαση. Από τη μια αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις διεκδικήσεις μας με πολεμικά μέσα, από την άλλη ενώ επικαλούμαστε συνεχώς το Διεθνές Δίκαιο, αρνούμαστε να καταφύγουμε στη δικαιοδοσία του για να επιλύσουμε τις διαφορές μας. Το γιατί είναι γνωστό. Ορισμένα από αυτά που θεωρούμε κεκτημένα δεν θα τα κερδίζαμε γιατί δεν συνάδουν με τους διεθνείς κανόνες. Εξού και δεν εκθέσαμε ποτέ δημοσίως αυτά που θεωρούμε θαλάσσια και υποθαλάσσια σύνορά μας.

Σε κάθε κρίσιμη λοιπόν καμπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων αναπαράγονται οι ίδιες εσωτερικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Τουρκοφάγοι εναντίον μειοδοτών, και αντιστρόφως. Αποτέλεσμα; Ακινησία και αδράνεια. Σημειωτέον, η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην ελληνοκυπριακή ηγεσία γεγονός που βαθμιαία καθιστά την Κύπρο αιχμάλωτη της Τουρκίας. Το επιχείρημα των υποστηρικτών της «μη λύσης» είναι ότι οι συνθήκες στο παρόν (στο εκάστοτε παρόν) είναι δυσμενείς και ότι το status quo είναι προτιμότερο. Πότε θα αλλάξουν υπέρ μας οι συνθήκες; Στο μέλλον, το οποίο ως γνωστόν είναι έτσι κι αλλιώς αδιόρατο. Είναι όμως όντως αδιόρατο; Ή μήπως έχουμε πλέον επαρκή ιστορική εμπειρία για να καταλάβουμε ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ μας; Το κυπριακό ζήτημα από το 1974 (για να μην πάμε στο 1963-64 όταν αστόχως ο Μακάριος επιχείρησε την αναθεώρηση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου) ακολουθεί τη ρήση «κάθε πέρσι και καλύτερα». Στο «μακεδονικό» οι λύσεις που απορρίπταμε από το 1992 και ύστερα ήταν πολύ πιο κοντά στις αντιλήψεις της ελληνικής πλευράς από αυτές που καταλήξαμε  με τη συμφωνία των Πρεσπών – και καλά κάναμε και καταλήξαμε έστω και έτσι. Μήπως αυτά είναι ένα παρελθόν και το μέλλον διαγράφεται διαφορετικό και καλύτερο; Δυστυχώς οι προβλέψεις των συσχετισμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας είναι κατά γενική παραδοχή δυσμενείς και οι τάσεις έχουν δομικό χαρακτήρα δύσκολα ανατρέψιμο. Επομένως χρειαζόμαστε πολιτική ευφυΐα και συμμαχίες για να τις αντισταθμίσουμε.

Το επιχείρημα της «μη λύσης» έχει και μια ιδιαίτερη συνιστώσα στρατιωτικού χαρακτήρα. Στην πιο ακραιφνή της εκδοχή πιέζει για εξοπλισμούς, στην πιο ήπια επικαλείται την ανάγκη μιας «ικανότητας αποτροπής» πράγμα προφανές αν μιλάμε για τη δυνατότητα ενός κράτους να αντιπαρατάξει αξιόμαχες δυνάμεις σε ένα θερμό επεισόδιο μέχρι να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινότητα. Αλλά σίγουρα ούτε η στρατιωτική αντιπαράθεση ούτε η κούρσα των εξοπλισμών απαντά στο πρόβλημα, ούτε διάφορες γεωστρατιωτικές συμμαχίες όσο χρήσιμες και αν είναι. Και επ’ αυτού έχουμε μια πολύχρονη ιστορική εμπειρία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις μέρες του Αττίλα το 1974, πήρε αρνητική απάντηση από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων στο αγωνιώδες ερώτημα αν μπορούμε να υποστηρίξουμε στρατιωτικά την Κύπρο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου σταμάτησε τις έρευνες σε αμφισβητούμενη περιοχή του Αιγαίου και χρησιμοποίησε επικοινωνιακά την κρίση του Μαρτίου 1987 ώστε να κάνει στροφή στην πολιτική του αποκαθιστώντας τον διάλογο με την Τουρκία. Ο Κώστας Σημίτης ορθότατα προτίμησε τη γρήγορη και ειρηνική επίλυση της κρίσης των Ιμίων αντί τη γενίκευση της σύρραξης.

Σημαίνει ότι «είμαστε μόνοι μας» όπως λέγεται συνεχώς τελευταία; Αν εννοούμε ότι δεν θα έρθουν οι γάλλοι, οι αιγύπτιοι ή οι ισραηλινοί να πολεμήσουν για μας, ναι είμαστε μόνοι. Όμως ούτε πρέπει ούτε χρειάζεται να φτάσουμε εκεί. Η Ελλάδα και το Αιγαίο δεν είναι στη Μέση Ανατολή, αλλά στη Δύση, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Δεν θα μάς σώσουν αν κάνουμε λάθη, αλλά μας προσφέρουν το πλαίσιο και επαρκή στήριξη για να τα αποφύγουμε. Δηλαδή να μην συρθούμε σε εξαναγκασμένη διμερή διαπραγμάτευση ύστερα από πολεμικό επεισόδιο. Για να αξιοποιήσουμε όμως αυτή την υποστήριξη χρειάζεται να λάβουμε τώρα την πολιτική πρωτοβουλία ενεργοποιώντας πάλι τη διαδικασία και τις διερευνητικές επαφές για την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης με στόχο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών συγχρόνως στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι κίνηση «κατευνασμού» και υποχώρησης; Όχι αν την πάρουμε στα σοβαρά και με ευρεία συναίνεση των πολιτικών ηγεσιών. Είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να συναινέσει στην παρούσα φάση. Η κίνηση όμως είναι η απάντηση διαρκείας της Ελλάδας στις επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας. Σε αυτή τη βάση θα διεκδικούμε τη συμπαράσταση της διεθνούς κοινότητας και της ΕΕ που δεν έχει διάθεση να δει άλλο ένα θερμό μέτωπο στη Μεσόγειο. Θα είναι δική μας στρατηγική επιλογή αλλά θα εκφράζει ταυτόχρονα τη συμβολή μας στην αναγκαία αλλαγή του κλίματος στην ευρύτερη περιοχή. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια η κρίση της Μέσης Ανατολής έφτασε στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η Ευρώπη αισθάνθηκε τον πόλεμο κοντά στην πόρτα της. Αν όμως οι συγκρούσεις στη Συρία φτάνουν στο τέλος τους, δημιουργούνται οι όροι ώστε τα πράγματα να κινηθούν στην αντίθετη φορά. Μετά τη στρατιωτικοποίηση των αντιθέσεων να αναζητηθούν διεθνείς συμφωνίες και διεθνείς κανόνες. Σε αυτή την προοπτική η Ευρώπη, με την πολιτική και οικονομική της ισχύ, θα ξαναβρεί ένα ρόλο. Πόσω μάλλον αν κατανοήσει τις καινούργιες καταστάσεις, και πρωτίστως την παρουσία της Ρωσίας, με την οποία πρέπει να βρει τρόπους νέας συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης. Η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει σημαιοφόρος για την αναζωογόνηση της μεσογειακής διάστασης της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας.

Και αν όντως ισχύει ότι η Τουρκία έκανε μια κίνηση που μπορεί να την υπερβαίνει καθόσον ανησυχεί πολλούς παίκτες, τότε αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να ξεπεράσουμε τις αδράνειες της πολιτικής μας.

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.