Το ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής δεν με συγκλόνισε, όπως δεν συγκλόνισε και γενικότερα τους περισσότερους πολίτες στους οποίους απευθύνεται η πολιτική αυτή κίνηση. Όμως, μου γέννησε πολλές και σημαντικές ελπίδες.
 
Δεν συγκλόνισε, όπως ήτα φυσικό, αφού δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να συνοψίσει το μήνυμα σε ένα σύνθημα εύληπτο και ευλογοφανές που θα πυροδοτούσε προσδοκίες σε μια χειμαζόμενη κοινωνία. Το πρόβλημα της χώρας είναι πλέον τόσο πολύπλοκο ώστε εγγίζει τα όρια κοινωνικού φαινομένου. Μια τέτοια κατάσταση δεν χωράει σε απλουστευτικά συνθήματα μήτε ευνοεί εύκολες λαοπλάνες υποσχέσεις. Έτσι, ο λόγος των συνέδρων δεν μπόρεσε και δεν θα μπορούσε άλλωστε, να ξεσηκώσει οπαδική θύελλα σαν εκείνες που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν στις προεκλογικές πλατείες.
 
Κι όμως, μερικές εισηγήσεις είχαν σημαντικά σπέρματα ελπίδας ότι μπορεί το Κίνημα, αν αξιοποιήσει το ηγετικό δυναμικό του πέρα από τις στενές φράξιες, να οδηγήσει σε ένα στρατήγημα ανάστασης της ελληνικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται να κάνω αναφορές σε πρόσωπα, ακριβώς για να μη επιτρέψω στον εαυτό μου να εμπλακεί σε οπαδικούς φανατισμούς και προτιμήσεις. Όμως, τα πρόσωπα έδειξαν ότι μπορεί να υπάρξει επαρκής ηγεσία για να προχωρήσει το Κίνημα σε σωστό δρόμο.
 
Αρκεί να μη παρασυρθούν σε εύκολες εθνικολαϊκιστικές κορώνες με την ψευδαίσθηση ότι έτσι τάχα πολεμούν τον αντίπαλο με τα δικά του όπλα. Όχι. Ο Σύριζα είναι μια πολιτική και ιδεολογική εκτροπή καρκινικού τύπου που πρέπει να εκριζωθεί εντελώς για να πάψει ο αριστερός μηδενισμός να παίζει στο πολιτικό ταμπλό με την λεοντή της δήθεν ριζοσπαστική αριστεράς. Γιαυτό η πολιτική δράση των δημοκρατικών κομμάτων στο εξής πρέπει να έχει έντονο «διδακτικό» χαρακτήρα ανάμεσα στα άλλα, επειδή σήμερα κατ’ εξοχήν η ελληνική κοινωνία έχει δραματική ανάγκη να αναβαθμιστεί στα θεμελιώδη της αστικής δημοκρατίας και του κράτους κοινωνικής αλληλεγγύης. Αν ο ψηφοφόρος δεν καταστεί σοφότερος και πιο υπεύθυνος, καμία εκλογική νίκη του Κινήματος Αλλαγής δεν θα είναι επαρκής για να γυρίσει η άθλια μοίρα της χρεοκοπημένης κοινωνίας μας σε τροχιά ελπίδας και ανασύνταξης. Άλλωστε έχουν προηγηθεί τόσες και τόσες λαοπλάνες υποσχέσεις για μαγικές λύσεις ώστε να έχουν μάθει πια οι λογικοί πολίτες ότι θαύματα δεν γίνονται στην πολιτική ειδικά όταν έχεις να κάνει με κοινωνική κρίση σαν την δική μας.
 
Το θετικό γεγονός είναι, ότι με το συνέδριο, ακόμη και με όλες τις αδυναμίες που το χαρακτήρισαν, γέννησε εν τέλει ένα κύτταρο που τώρα οφείλει να αποδείξει ότι είναι βιώσιμο και ότι μπορεί να αναπτυχθει σε ολοκληρωμένο πολιτικό οργανισμό. Οι συνθήκες θεωρητικά αυτό απαιτούν και τούτο εδραιώνει κατ’ αρχήν την αναγκαιότητά του. Διότι δεν είναι ιστορικά επιτρεπτό σε μια σύγχρονη Πολιτεία να μη λειτουργεί ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό (κεντροαριστερό;;) μόρφωμα. Αυτό, όμως, είναι θεωρία. Το πραγματικό ερώτημα είναι άλλο: Ευνοούν οι σημερινές αντικειμενικές συνθήκες την ανάπτυξη αυτού του θεωρητικά επιθυμητού μορφώματος;
 
Το πρώτο που πρέπει να προσδιορίσουμε στην διαδικασία για την απάντηση αυτού του πραγματολογικού ερωτήματος είναι το ποιες θεωρούμε ότι είναι «οι αντικειμενικές συνθήκες». Είναι προφανές ότι ένας πολιτικός χώρος δεν συγκροτείται ούτε αυθαίρετα μήτε εκ του μηδενός. Το πρώτο που προϋποθέτει είναι η ύπαρξη αντίστοιχης κοινωνικής ενεργού ανάγκης.
 
Δηλαδή αιτήματος που εκφράζεται από κάποια σημαντική κοινωνική ομάδα. Το αίτημα διαμορφώνεται σε πολιτική κίνηση με μια αναδραστική διαδικασία ανάμεσα στους πολίτες που το «αισθάνονται» και σε κάποιους διανοούμενους που έχουν την ευαισθησία να το επεξεργαστούν θεωρητικά για να εκφράσουν με την μορφή πολιτικού αιτήματος. Αν από αυτή την αναδραστική διαδικασία προκύψει επαρκής και συγκροτημένη συσπείρωση πολιτών, τότε και μόνο τότε το αίτημα βρίσκει την πολιτική του έκφραση στην πραγματική αρένα του πολιτικού ανταγωνισμού. Αλλιώς παραμένει στις δέλτους της ιστορίας των ιδεών συνήθως ως μια συμπαθής ουτοπία.
Στην Ιστορία του σοσιαλισμού η διάκριση αυτή είναι σαφής. Βρίθει η ιστορία από βραχύβιες ουτοπίες και, το χειρότερο κάθε φορά που η ουτοπία πήγε να εφαρμοστεί δια της επαναστατικής βίας μόνο σε τραγωδίες κατέληξε. Αυτές, λοιπόν, είναι συνοπτικά οι αντικειμενικές συνθήκες που πρέπει να διερευνηθούν για να διαπιστωθεί αν ισχύουν για την επιβίωση της σοσιαλδημοκρατίας είτε στη διεθνή πολιτική σκηνή είτε σε εθνικό επίπεδο. Ας περιοριστούμε, όμως, στην εθνική μας περίπτωση.
 
Ο πυρήνας του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος είναι σχετικά απλός και ευκολονόητος: Στηρίζεται στο αίτημα της κατά το δυνατόν μεγαλύτερης ισότητας στην απόλαυση της ζωής υπό την προϋπόθεση της ατομικής ελευθερίας. Το βάρος δίνεται στην ισότητα ενώ ακόμη και το νόημα της ελευθερίας προσδιορίζεται στις μέρες μας ξεκάθαρα σε συνάρτηση των δυνατοτήτων ενάσκησης της ελευθερίας που αναπόφευκτα συνδέεται με την δίκαιη κατανομή των μέσων, δηλαδή συσχετίζεται πάλι με την προβληματική της ισότητας. Αυτή η συνάρτηση, που έχει τόσο καθαρά αναλυθεί από τον Σεν, συνδέει τελικά άρρηκτα την ελευθερία με την ισότητα. Δεν αρκεί σε μια κοινωνία να θεσπίζει την ελευθερία του ατόμου ως δικαίωμα, αλλά απαιτείται επί πλέον να διασφαλίζει την πρακτική της δυνατότητα. Το αν ασκηθεί ή όχι η παρεχόμενη δυνατότητα είναι στοιχείο πλέον της ατομικής ταυτότητας του πολίτη και της ελευθερίας αυτοδιάθεσής του.
 
Σε αυτό ακριβώς διαφέρει η σοσιαλδημοκρατία από τον ακραιφνή πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό της γραμμής που χάραξε ο Τζον Στούαρτ Μίλ. Η διάκριση είναι ακόμη πιο σαφής και έντονη σε σχέση με τον οικονομικό φιλελευθερισμό και την προέκτασή του, δηλαδή τον νεοφιλελευθερισμό.
 
Εκφράζεται, άραγε, το αίτημα για ισότητα σε ορατή ποσόστωση ανάμεσα στους πολίτες της Ελληνικής κοινωνίας; Με άλλα λόγια θεωρούν οι συμπολίτες μας την ισότητα ως αξία με προτεραιότητα; Αυτό είναι το συνεπαγόμενο ερώτημα για να λάβει η συζήτηση χαρακτήρα πραγματιστικό. Όσο και αν φανεί περίεργο, προσωπικά θεωρώ ότι το ερώτημα αυτό στην ελληνική περίπτωση δεν έχει προφανή απάντηση όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η σημαντικότερη πηγή των επιφυλάξεών μου είναι η τεράστια απήχηση των πελατειακών πολιτικών σχέσεων που χαρακτηρίζει την πολιτική συμπεριφορά στη χώρα μας σε πάγια ιστορική βάση. Ένας πολίτης που ζητά την προνομιακή του εξυπηρέτηση από το πολιτικό σύστημα εν ονόματι της οπαδικής σχέσης του με κάποιο κόμμα (παλιότερα με κάποιο κοτζαμπάση) προδίδει καταφανώς την όποια συναισθηματική και λογική του σχέση με κάποιο υποφώσκον ηθικό αίτημα ισότητας ή έστω παραπόνου για τις ανισότητες του κόσμου. Πολίτες που επιθυμούν διακαώς να είναι περισσότερο ίσοι από τους συμπολίτες τους δεν δικαιούνται να διεκδικούν τον τίτλο του κοινωνικού αγωνιστή για την ισότητα.
 
Παρά ταύτα, έστω και αν δεν είναι πλειοψηφικό, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το αίτημα της ισότητας εκφράζεται από ένα επαρκώς εκτεταμένο μέρος της σύγχρονης κοινωνίας μας έστω και ως δεύτερη ισχυρή ηθική επιθυμία μετά την πελατειακή εξαιρεσιμότητα. Πόθεν το συμπέρασμα αυτό; Θα έλεγα ότι μάρτυρας του φαινομένου είναι η ευρύτητα της λαϊκής παραδοχής ότι «όλοι οι άνθρωποι έχουν το ίδιο στομάχι». Πρόκειται για μια πολύ κακοδιατυπωμένη εκδοχή του δόγματος της ισότητας, αλλά πάντως σημαντική για να εκφραστεί πολιτικά.
 
Αυτά όλα σημαίνουν, ότι λογικά περιμένουμε ότι πράγματι μια από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικού κινήματος υπάρχει ως αντικειμενική συνθήκη. Όμως, δεν φτάνει αυτό. Αν το αίτημα της ισότητας αποτελεί αναγκαία συνθήκη δεν είναι και επαρκής για να στηρίξει μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα. Το αναγκαίο συμπλήρωμα θα ήταν να το αναζητήσουμε στην εικόνα που προβάλλουμε για τον καλό βίο της πλειονότητας των πολιτών και ιδίως των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας μας.
 
Για να μη απεραντολογήσουμε πάνω στο άλυτο ηθικό ζήτημα του «ευ ζην» θα πρότεινα να προσγειωθούμε σε μια μερική αλλά πολύ σημαντική του όψη. Ας δεχτούμε ότι βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής μας είναι η εργασία που προσφέρουμε για να διασφαλίσουμε τα προς το ζην, διατηρώντας την υπερηφάνεια ότι δεν είμαστε ετερσυντηρούμενο άχθος αρούρης. Τότε οι όροι και οι συνθήκες της εργασίας αποκτούν κεντρικό ρόλο στον κατάλογο των κοινωνικών αξιών που πρέπει να υπηρετηθούν από την πολιτική. Για να μη παρεξηγούμαστε, όμως, θα θυμίσουμε ότι η ισότητα και το ύψος της αμοιβής δεν είναι το μοναδικό στοιχείο δικαιοσύνης στην μεταχείριση της εργασίας.
 
Εδώ, η σοσιαλδημοκρατία έχει σημειώσει ήδη μια σημαντική κατάκτηση στην εμπειρική επιστήμη, καθώς καθοδήγησε ιδεολογικά τους κοινωνιολόγους της εργασίας να επιβάλλουν στην κοινή πολιτική αντίληψη την εκτίμηση ότι η πολυδιάστατη επάρκεια και ποιότητα των όρων εργασίας είναι βασικός δείκτης ευημερίας της κοινωνίας. Η άποψη αυτή έχει περάσει ήδη στην πολιτική ατζέντα τόσο των Ηνωμένων Εθνών όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την μορφή μετρήσιμων στόχων και επιπλέον αποδίδει καθημερινά ιδιαίτερα αξιόλογη βιβλιογραφία επιβοηθητική του πολιτικού διαλόγου . Μια συνοπτική εικόνα της ατζέντας αυτής μπορεί να πάρει ο αναγνώστης τόσο από τον τρόπο που ο ILO ορίζει την έννοια της «αξιοπρεπούς εργασίας (decent work)» όσο και από όσα μπορεί πιο αναλυτικά να διαβάσει το BenchmarkingWorking Europe 2018 και το Decent Work, A Global Perspective.
Εκείνο που έχει σημασία είναι να διαμορφώσει πλέον το Κίνημα Αλλαγής μια ολοκληρωμένη ιδεολογική πρόταση πάνω στη βάση των παραπάνω κατακτήσεων της σύγχρονης πολιτικής και ιδεολογίας, και στην οποία να θεμελιώσει την δική του πολιτική πρόταση. Από την ιδεολογία θα προκύψει η αφήγηση που διεγείρει την πολιτική εγρήγορση που απαιτείται για να αποκτήσει το νέο κόμμα την εκλογική βάση που χρειάζεται. Η φύρδην μίγδην απαρίθμηση «μεταρρυθμιστικών και οικονομικών στόχων» αφενός δείχνει μια ιδεολογική αμηχανία που οπωσδήποτε επηρεάζει αρνητικά το εκλογικό σώμα και αφετέρου αποτελεί οιωνό πολιτικού οπορτουνισμού που κατά κανόνα πληρώνεται ακριβά στην πολιτική εξέλιξη μιας χώρας.
 
Γιαυτό και οι απολίτικες ιδέας με τάχα τεχνοκρατική και ιδεολογικά ουδέτερη απόχρωση που άρχισε να διακηρύσσει με πρόσφατες δηλώσεις ο συνηγέτης Στ. Θεοδωράκης δεν πρέπει με κανένα λόγο ν’ αποτελέσουν δομικό στοιχείο του ιδεολογικού καλέσματος του Κινήματος Αλλαγής, στο μέτρο που θεωρήσουμε ότι αυτό εκφράζει την σύγχρονη ελληνικής σοσιαλδημοκρατία. Η αποκαλούμενη «τεχνοκρατία» στην πολιτική είναι κερκόπορτα για συγκαλυμμένους ολοκληρωτισμούς. Εξ ίσου επικίνδυνη με τον εθνολαϊκισμό.
 
Αλλά για την συγγένεια αυτή ας το αφήσουμε για άλλη φορά. Το μόνο που μπορούμε να πούμε στα συμφραζόμενα αυτού του κειμένου είναι ότι άλλο είναι να χρησιμοποιεί η πολιτική τους ικανούς επαγγελματίες (τεχνοκράτες) για τους σκοπούς της και άλλο είναι οι τεχνοκράτες να υποκαθιστούν την πολιτική.
 
**Ο Κώστας Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
 
Πηγή άρθρου: http://metarithmisi.liberal.gr/

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.