Κάθε μεταρρυθμιστικό ή επαναστατικό κίνημα έχει ένα περιθώριο όπου συνωστίζονται οι σεληνιασμένοι. Κι όσο η ιδεολογική πίστη μοιάζει με τη θρησκευτική τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο πειρασμός του εξτρεμισμού. Όπως έχουμε συζητήσει (με τη συνηθισμένη μας χαρακτηριστική καθυστέρηση), από το πολιτικό φάσμα λείπει η διαμόρφωση ενός ζωτικού χώρου –εκείνου των σοσιαλδημοκρατών ή των social liberals– ο οποίος να δημιουργεί αναχώματα στον εξτρεμισμό και να προωθεί κοινωνική δικαιοσύνη και νομιμότητα.
Tο ΠΑΣΟΚ δεν εξέφραζε με σαφήνεια αυτόν το χώρο που θεωρείται –και είναι– ευρωπαϊκής προέλευσης. Το ΠΑΣΟΚ ήταν «σοσιαλιστικό» και αντιευρωπαϊκό κόμμα, με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, αρχηγία τριτοκοσμικού τύπου – δεν είχε φυσιογνωμία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, πολύ λιγότερο «φιλελεύθερου». Στην Ελλάδα χρειάζεται, νομίζω, όχι μόνον ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά μια ανανεωμένη και εμπλουτισμένη μορφή του, χωρίς, λόγου χάρη, τις «αριστερές» υπερβολές των Γάλλων σοσιαλιστών οι οποίες ευνόησαν την άνοδο της εθνικιστικής δεξιάς.
Να ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του χώρου που υπόσχεται να καλύψει το κενό του ορθολογισμού και του ρεαλισμού ώστε να εξασθενίσουν οι ανεδαφικοί πολιτικοί σχηματισμοί, οι ασυνάρτητοι, οι κραυγαλέοι, οι εγκληματικοί: αρχικά, πρόκειται για χώρο που κάνει λόγο για «μεταρρύθμιση», όχι για «ανατροπή» – στόχος του είναι να βελτιώσει την κοινωνική δικαιοσύνη στο πλαίσιο του συστήματος της ελεύθερης αγοράς με παράλληλη ρύθμιση των υπερβάσεών της. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η αντίληψη της κοινωνικής ισότητας μόνον μέσω της ισότητας των ευκαιριών, μέσω αυτού που ορίζεται ως luck egalitarianism και που δίνει έμφαση τόσο στην ατομική ευθύνη όσο και στην κοινωνική πρόνοια.
Ο κρατισμός, η γραφειοκρατία, οι υψηλοί φόροι, η τιμωρία της κοινωνικής επιτυχίας, η κοινωνική ισοπέδωση (η ισότητα εισοδήματος) δεν είναι επιθυμητά: η σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει σύστημα μεικτής οικονομίας με ιδιωτικές επιχειρήσεις –άρα, με ελεύθερη και ευέλικτη επιχειρηματικότητα– καθώς και δημόσιες υπηρεσίες σχετικές με την παιδεία και την περίθαλψη. Οι σοσιαλιστικές υπερβολές – συνταξιοδότηση σε νεαρές ηλικίες, απαξίωση του επιχειρηματικού πνεύματος, προνομιακές κοινωνικές παροχές, κατάπνιξη κάθε κοινωνικής φιλοδοξίας– που συνετέλεσαν στον οικονομικό μαρασμό και στη δημιουργία γενικευμένου βολέματος, πρέπει να θεωρούνται παρωχημένες και επιζήμιες.
Στο χώρο αυτόν –που στηρίζεται θεωρητικά από μεγάλο μέρος πολιτών– συναντώνται όσοι αυτοαποκαλούνται με τον παλιό όρο «κεντροαριστεροί», ενώ άλλοι αναζητούν καινούργιους χαρακτηρισμούς αποφεύγοντας τις παραδοσιακές αριστερές αγκυλώσεις. Έτσι κι αλλιώς, είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε σε ορισμένα στοιχειώδη ζητήματα, μερικά από τα οποία είναι πρακτικά ενώ άλλα άπτονται των ιδεών και των νοοτροπιών: ένας καινούργιος ανανεωτικός σχηματισμός θα χρειαστεί να αποτιμήσει την ελληνική ιστορία –η οποία έχει αντικατασταθεί από την ιστορία του «λαϊκού κινήματος» με φυσική συνέπεια να προκαλούνται σύγχυση και πάθη– και να διατηρήσει ασυμφιλίωτη απόσταση από την κομμουνιστική αριστερά και τους οραματιστές ολοκληρωτικών συστημάτων. Η επανεξέταση της αρχαίας Ελλάδας, η εξισορρόπηση ανάμεσα στον εθνικισμό και την «εθνική άρνηση», η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-κράτους, η λεγόμενη “public morality” και, προπάντων, η εφαρμογή μιας πολιτικής ριζικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (σε πείσμα των παγιωμένων νοοτροπιών) είναι μερικά από αυτά τα στοιχειώδη ζητήματα.
Τέλος, χρειάζονται καινούργια πολιτικά στελέχη τα οποία ας ελπίσουμε ότι θα αναδειχτούν μέσω των ιστορικών συμβιβασμών με άτομα και ομάδες του λεγόμενου συνταγματικού τόξου. (Πράγματι ο τελευταίος αυτός όρος προκάλεσε θύελλα: όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται). Κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται ένας ιστορικός συμβιβασμός από τον οποίο να αποκλείεται η σκληροπυρηνική δεξιά που προτείνει μονοκομματικές κυβερνήσεις και η αριστερά που προτείνει μονοκομματικά κράτη· να αποκλείεται η δεξιά που προτείνει πίστη στον θεό και η αριστερά που προτείνει πίστη στο Κόμμα και στις άγιες εικόνες μιας νεκρής, αλλά άταφης, ιδεολογίας. Με αυτά τα μυαλά (δογματισμό, μικροκομματισμό, εξουσιομανία, φανατισμό, αποδοχή των προαναφερθέντων σεληνιασμένων) η Ελλάδα ολίσθησε στην κακιστοκρατία, σ’ ένα καθεστώς συντηρητισμού και απομονωτισμού στο οποίο αποκλείστηκε κάθε «ξένη» επιρροή. Να, λοιπόν, τι πρέπει να αλλάξει.
Κοντολογίς, στην Ελλάδα αυτοσχεδιάζουμε. Δεν λαμβάνουμε υπόψη την πείρα άλλων χωρών, αγνοούμε πώς οι «άλλοι» προσπαθούν να βρουν λύση σε παρόμοια προβλήματα. Για παράδειγμα, ποιος ασχολείται με το λογικό και πραγματιστικό πρόγραμμα της Gauche moderne της οποίας ηγείται ο Ζαν Μαρί Μποκέλ; Ουδείς. Υποτίθεται ότι οι «Φράγκοι» δεν έχουν τίποτα να μας πουν κι ότι εμείς τα ξέρουμε όλα. Και παρ’ όλ’ αυτά είμαι αισιόδοξη: ο παλιός κόσμος βρίσκεται ήδη πίσω μας. Δανείζομαι τον τίτλο από ένα διήγημα του Χρήστου Οικονόμου: Κάτι θα γίνει, θα δεις.

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.