Η πρωτοβουλία των 58, όπως κι αν σχολιάστηκε, δηλαδή θετικά ή αρνητικά, αναποδογύρισε την πολιτική κλεψύδρα. Ο χρόνος για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού τρέχει και θα διατρέξει όλον τον πολιτικό χάρτη. Δεν μπορεί κανείς να αδιαφορήσει, είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί.

Η συζήτηση που άνοιξε θέτει ξανά τους δημοκράτες αριστερούς μπροστά στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει και πώς να το κάνουμε». Το συνηθισμένο ερώτημα «ποιος ωφελείται», είναι σημαντικό, αλλά παραπλανητικό, αν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της πολιτικής δράσης. Διότι εύλογα το ΠαΣοΚ θα τοποθετείται διαρκώς θετικά σε όλες τις προσπάθειες αναδιαμόρφωσης της πολιτικής παρουσίας του, για να αποσείσει τις αμαρτίες του παρελθόντος του. Και εξίσου εύλογα η ΔΗΜΑΡ, που δεν άσκησε λαϊκίστικη πολιτική, δεν διαθέτει πελατειακό παρελθόν και δάνεια, πολιτικά και άλλα, θα αντιμετωπίζει επιφυλακτικά την πιθανότητα της πολιτικής συνάντησής της με το ΠαΣοΚ.

Συνεπικουρεί σ’ αυτό και η διαρκής αλαζονεία της εξουσίας που επεδείκνυε 30 χρόνια τώρα το ΠαΣοΚ, απέναντι στην ανανεωτική Αριστερά. Αναμενόμενη λοιπόν η αντίδραση των δύο κομμάτων. Απογοήτευσε κάποιους, αλλά δεν εξέπληξε κανέναν.

Η Δημοκρατική Αριστερά υπηρετεί από τη γέννησή της τον στρατηγικό στόχο της ανασύνταξης και πρωταγωνιστικής παρουσίας της ευρύτερης σύγχρονης σοσιαλιστικής Αριστεράς στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Αυτό απαντά στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος «τι πρέπει να γίνει».

Στο δεύτερο, «πώς να το κάνουμε», υπάρχουν πολλές δυσκολίες, αλλά υπάρχει και η βεβαιότητα της διάψευσης όποιου επαναπαυθεί, πιστεύοντας πως έχει την πολυτέλεια είτε να χειραγωγεί, να «καπελώνει» δηλαδή την όποια προσπάθεια, είτε να την προσπερνά.

Προσωπικά, διατύπωσα, εντός και εκτός κομματικών οργάνων, τη θέση ότι οι συνθήκες στη χώρα μας απαιτούν να βάλουμε στην άκρη τους ηγεμονισμούς και τους αποκλεισμούς. Και αυτό ισχύει και για το ΠαΣοΚ και για τη ΔΗΜΑΡ. Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτικές οριοθετήσεις και στρατηγικού χαρακτήρα ορίζοντας, με δεσμευτική προγραμματική διαδικασία. Οι διαφορές του κόμματός μου με τις άλλες δυνάμεις μέσα σε αυτό το ευρύ δημοκρατικό σοσιαλιστικό ρεύμα, είναι πολλές, πολιτικές, αξιακές και ιστορικές. Δεν έχουμε ωστόσο μόνο διαφορές. Έχουμε και κοινά προβλήματα που δεν κρύβονται. Η εικόνα και ο λόγος μας δεν συνεπαίρνουν τους νέους πολίτες. Δυσκολευτήκαμε, και εν πολλοίς αποτύχαμε, να δώσουμε τη διάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της τρικομματικής κυβέρνησης.

Από την άλλη πλευρά, μην ξεχνάμε επίσης ότι στον ριζοσπαστικό ακτιβισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ασφυκτιούν και δυνάμεις νηφάλιες και σοβαρές που πρέπει να μας ενδιαφέρουν.

Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο παραγωγής και αναδιανομής του πλούτου. Που θα συνθέτει αντί να διαιρεί, με την προοπτική να γίνουμε ευρωπαϊκό κράτος με αυτοπεποίθηση, αποκαθιστώντας την κοινωνική δικαιοσύνη και το κράτος πρόνοιας, ενθαρρύνοντας τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας, οικοδομώντας θεσμούς και σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οδηγεί και σε διόρθωση λαθών και αμαρτιών της Μεταπολίτευσης, άρα απαιτεί μιαν έντιμη και θαρραλέα αυτοκριτική από εκείνους που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες.

Αλλιώς ούτε τον λαϊκισμό, ούτε την αμετροέπεια, ούτε τον εκφασισμό της κοινωνίας θα αντιμετωπίσουμε.

Οι πρωτοβουλίες διανοουμένων, αυτοδιοικητικών και κοινωνικών παραγόντων, προσφέρουν εχέγγυα επικοινωνίας που τα κόμματα μόνα τους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν. Είναι η προσπάθεια, η γλώσσα και το ήθος της οποίας αγγίζει αυτό που ο Γραμματικάκης αποκάλεσε «επανάσταση των σιωπηλών» τον Φεβρουάριο του 2011. Τον δημιουργικό κόσμο που απομακρύνεται από τα κόμματα αλλά όχι από την πολιτική, τη νεότητα που δεν προσδοκά δικαίωση μέσω φλυαριών περί ανατροπής, αλλά μέσω των πραγματικών δημιουργικών ρήξεων.

Οι παρεμβάσεις κοινωνικών δυνάμεων για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ας μην εξαντλούνται στην έκκληση προς τις πολιτικές ηγεσίες. Ας επιχειρηθεί να αποκτήσει η προσπάθεια χαρακτηριστικά που δεν έχουν οι κομματικές επετηρίδες και οι κατά παραγγελία συλλογικότητες. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει δυναμισμό μεγαλύτερο από παλαιότερες κινήσεις, καθώς είναι δεδομένη η ανάγκη των πολιτών για έναν αξιόπιστο σύνδεσμο ανάμεσα στην αξιοσύνη και στην αξιοπιστία, ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια των προσώπων και στην αποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών.

Αυτά τα στοιχεία, η Δημοκρατική Αριστερά στον δρόμο προς το συνέδριό της, πιστεύω ότι θα τα εκτιμήσει με νηφαλιότητα. Και ελπίζω την ίδια νηφαλιότητα να επιδείξουν όλοι, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της φάσης που περνάμε. Διότι, αν κάποιοι βιαστικά την προσπεράσουμε μεμψιμοιρώντας επειδή μας δυσκολεύει, ή κάποιοι άλλοι την πνίξουν στην αγάπη της χειραγώγησης επειδή τους διευκολύνει, ο νέος αδιέξοδος δικομματισμός θα τρίβει τα χέρια του.

By admin

One thought on “Τι πρέπει να γίνει και πώς να το κάνουμε Σπύρος Λυκούδης, 22/10/2013”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.