Εσείς είστε με τον Τσίπρα ή με τον Κυρίτση; Εντάξει αυτό είναι πολύ δύσκολο, να το κάνω λίγο πιο εύκολο. Χαρήκατε με το χρυσό της Βούλας Παπαχρήστου ή όχι; Κι αν ναι, τι έχετε να πείτε παλαιότερα ρατσιστικά και ακροδεξιά της σχόλια; Αρκεί η συγγνώμη;
Να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα. Αυτό που κυρίως μου προξένησε εντύπωση είναι πώς και αυτό το ζήτημα πυροδότησε έναν μικρό εμφύλιο στα σόσιαλ μίντια. Οι γραμμές αυτή την φορά σχετικά ασαφείς. Αριστεροί που υποστήριζαν ότι περασμένα ξεχασμένα και δεξιοί που έλεγαν δεν ξεχνώ. Αλλά είπαμε δεν είναι αυτό το θέμα. Εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι το πάθος και οι αντιπαραθέσεις που προκαλούν ζητήματα ιδεολογίας και ταυτότητας. Σαν να είμαστε στη μέση ενός πολιτισμικού εμφύλιου, έτοιμοι, με λυμένο το ζωνάρι, να επιτεθούμε στους αντιφρονούντες. Κι αν κάποιος από τους «δικούς μας» κάνει το λάθος να εκφράσει μια κάπως διαφορετική άποψη, αλίμονο του. Ακόμα κι αν είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αν είναι πάλι ο Μαραντζίδης φίδι που τον έφαγε.
Εδώ καιγόμασταν και έβγαιναν σοβαροί αναλυτές και ρωτούσαν που είναι ο Μαραντζίδης να μας μιλήσει για την σοσιαλδημοκρατική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ! Από την πόλη έρχομαι. Την ίδια μοίρα επιφύλαξαν και για τον Γιάννη Μπουτάρη ο οποίος από την αρχή της θητείας του αρνείται να μπει στα δικά μας καλούπια.
Οι φωτιές πάντως ήταν η αφορμή για ένα ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο λόγος φυσικά για τα αυθαίρετα που αποτέλεσαν μια κακότεχνη και για πολλούς, του γράφοντος περιλαμβανομένου, εξοργιστική προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αποποιηθεί των ευθυνών του. Στην εκδοχή Καμένου μάλιστα έφτασε να ενοχοποιήσει τα ίδια τα θύματα.
Ως εδώ η αντιπολίτευση είχε κάθε δίκιο να κατηγορεί την κυβέρνηση. Δεν χρειαζόμασταν την αποκάλυψη των SMS με την «γραμμή» προς τους βουλευτές για να επιβεβαιώσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε με απόλυτο κυνισμό, νοιάζεται μόνο για τις εντυπώσεις και φυσικά δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό να καταφύγει στον διχασμό και στην θεωρία της σύγκρουσης «δύο κόσμων», για να αποπροσανατολίσει την συζήτηση.
Η αντιπολίτευση ωστόσο γιατί πέφτει στην παγίδα; Γιατί έπρεπε να παρακολουθήσουμε αυτό το θέατρο του παραλόγου όπου πολιτικοί και σχολιαστές, ένθεν κακείθεν, ανταγωνίζονταν για να αποδείξουν ποιος είναι πιο φαύλος: ο συριζαίος μετανάστης από το ΠΑΣΟΚ Πάντζας που προσπάθησε να σταματήσει τις κατεδαφίσεις στην περιφέρεια του ή ο νεοδημοκράτης, μετανάστης από το ΠΑΣΟΚ Οικονόμου που ζήτησε να εξαιρεθούν από τις κατεδαφίσεις περιοχές της εκλογικής του περιφέρειας;
Η υπόθεση, αν δεν ήταν η τραγωδία, θα ήταν ασφαλώς για γέλια. Αλλά και μνημείο αφροσύνης των πολιτικών που ανταγωνίζονται για το ποιος είναι ο χειρότερος. Λες και δεν ξέρει όλη η Ελλάδα ότι όλα μα όλα τα κόμματα, έχουν την φωλιά τους λερωμένη, έχουν υποκύψει στις πιέσεις των ψηφοφόρων για εξαιρέσεις και ευνοϊκές διευθετήσεις. Υπάρχει όμως μια άλλη πιο σοβαρή διάσταση: ακόμα και μετά από μια τέτοιας έκτασης τραγωδία, ακόμα και για ένα θέμα στο οποίο διατυπώνουν τις ίδιες θέσεις, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να ομονοήσουν αλλά το χρησιμοποιήσαμε σαν αφορμή για άλλη μια σφοδρή αντιπαράθεση. Δεν συγκρουόμαστε επειδή διαφωνούμε αλλά διαφωνούμε για να συγκρουόμαστε.
Δεν αντιπαλεύουμε θέσεις, αντιπαλεύουμε τον άλλο γι αυτό που είναι ή που θεωρούμε ότι είναι. Η άρνηση ουσιαστικά της πολιτικής και μαζί η ασφαλέστερη απόδειξη ότι δεν θα γίνει τίποτα, ότι μόλις περάσει η ένταση το θέμα θα ξεχαστεί. Κι αν ήταν μόνο τα αυθαίρετα, το κακό έχει ήδη γίνει. Το πραγματικό ερώτημα είναι τι θα γίνει αύριο σε άλλα πολύ πιο σοβαρά ζητήματα που σχετίζονται με την οικονομική μας επιβίωση. Με ένα τέτοιο επίπεδο πόλωσης όπου όλα τα θέματα αποτελούν απλώς αφορμή για αντιπαράθεση, τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ φέρουν την κύρια ευθύνη δεν έχει πια και τόση σημασία. Το ή αυτοί ή εμείς είδαμε που μας έφερε.
—
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο https://www.reader.gr