Στις 18 Δεκεμβρίου 1913, εκατό χρόνια πριν, γεννιέται Βίλλυ Μπράντ. Αν πούμε ότι ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του πολιτικού ρεαλισμού, μάλλον θα τον έχουμε αδικήσει. Ο Μπραντ δεν ήταν μόνο ρεαλιστής, ήταν μεγάλος οραματιστής και ήξερε να πραγματοποιεί τα οράματα του χρησιμοποιώντας ρεαλιστικά μέσα. Οραματίστηκε μια ενιαία Ευρώπη και με το ρεαλισμό του πραγματοποίησε το όραμα του. Η επιμονή του στην Οστπολιτικ δεν έγινε σε βάρος των λαών της Ανατολικής Ευρώπης που ζητούσαν δημοκρατικές ελευθερίες, αλλά ακολούθησε παράλληλους δρόμους με αυτό το αίτημα. Ο Μπράντ ήθελε μια ειρηνική και δημοκρατική Ευρώπη. Τα πέτυχε και τα δυο, όσο και αν στις αρχές της δεκαετίας του 70 κάτι τέτοιο φάνταζε απίθανο.

Στην Ελλάδα στις δεκαετίες του 70 και του 80 ο Βίλι Μπράντ και ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ ήταν δυο σημεία αναφοράς για ένα τμήμα Ελλήνων αριστερών που μετά την πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 74 δεν τους συγκινούσε ούτε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, αλλά ούτε οι αντιευρωπαϊκές τριτοκοσμικές αναφορές- της μόδας τότε και τα δυο στην ελληνική Αριστερά της εποχής. Η μέρα του θανάτου του Μπερλινγουέρ το 1984 σήμανε μια εποχή αναστολής των διαδικασιών για σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ευρωκομμουνσμού, κάτι πολύ τραγικό, αλλά νομίζω πως ακόμη πιο τραγικό ήταν το αποτέλεσμα του θανάτου του Βίλι Μπράντ το 1992, γιατί αν ζούσε ακόμη ο Βίλι Μπράντ τότε ίσως η γερμανική σοσιαλδημοκρατία να μη είχε κάνει τα λάθος βήματα προς τον καταστροφικό μπλερικό τρίτο δρόμο.

Ο Μπραντ, ψευδώνυμο του πραγματικού του ονόματος που ήταν το Χέρμπερτ Καρλ Φραμ, το 1933 και μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, εγκαταλείπει τη Γερμανία. Στο Βερολίνο επέστρεψε το 1946 όπου και από το 1948 έγινε μέλος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Το 1957 γίνεται δήμαρχος στο Βερολίνο, όπου με αυτή του την ιδιότητα τον υποδέχτηκε ο Κένεντι στις ΗΠΑ. Παρόλο που η πρόσκληση ήταν μια κίνηση του Κένεντι για να ενισχύσει την υποψηφιότητα του Μπραντ για τη γερμανική καγκελαρία, ο Μπράντ δεν δίστασε να υποβάλλει σε κριτική την αδυναμία των ΗΠΑ, Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας να αποτρέψουν την ανέγερση του επαίσχυντου Τείχους του Βερολίνου. Από τότε φάνηκε ότι ο μετέπειτα καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Υπουργός Εξωτερικών της δεν υπολόγιζε κανένα κόστος στην προσπάθεια του να προωθήσει τα πιστεύω του. Για πολιτικούς σαν τον Βίλι Μπράντ, που το 1971 του απονεμήθηκε και το Νόμπελ Ειρήνης για την πολιτική προσέγγισης με την Ανατολική Γερμανία, τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία- οι λέξεις πολιτικό κόστος ήταν άγνωστες λέξεις. Και τίποτα να μη είχε κάνει μόνο το ότι δίδαξε ότι πάνω από το πολιτικό κόστος υπάρχουν οι ιδέες, τα πιστεύω και οι αρχές ενός πολιτικού, θα άξιζε να μνημονεύεται ως ένας τεράστιος σοσιαλδημοκράτης ηγέτης. Απ’ αυτούς που ο μπλερικός τρίτος δρόμος δεν φαντάστηκε ότι υπάρχουν.

Πάντως η πιο μεγαλειώδης στιγμή του Βίλι Μπράντ ήταν το ταξίδι προσκύνημα του που έκανε στις 7 Δεκεμβρίου του 1970 που ως καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας έκανε στη Βαρσοβία. Εκεί γονάτισε σιωπηλά στο μνημείο του Γκέτο της Βαρσοβίας που είχε κτισθεί προς τιμή της μεγαλύτερης εξέγερσης κατά της γερμανικής κατοχής, που πραγματοποιήθηκε το 1943, από τους Εβραίους του γκέτο.

Αυτή η μέρα χαρακτηρίστηκε ως η μέρα της «σιωπηλής απολογίας». Σωστό, αλλά όχι μόνο. Γιατί αυτή τη μέρα τοποθετήθηκε ο πραγματικός θεμέλιος λίθος για την ενωμένη Ευρώπη. Αυτήν ακριβώς τη μέρα νικήθηκε το μίσος και η πόλωση. Δεν ήταν μόνο μια μέρα που ο «θύτης» ζητούσε συγγνώμη από τα θύματα, αλλά μια μέρα που αναγνωρίστηκε ότι ο ναζισμός αν και γεννήθηκε στη Γερμανία ήταν γέννημα θρέμμα του αποκρουστικού μίσους για τον άλλο, του αντισημιτισμού και όχι του γερμανικού έθνους. Οι Γερμανοί με την ηγεσία του Βίλι Μπράντ απέδειξαν ότι γνωρίζουν να αναγνωρίζουν τα λάθη τους.

Αυτή η γονυκλισία προκάλεσε βαθειά συγκίνηση στην Πολωνία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά αυτή δεν ήταν μόνο μια χειρονομία μετάνοιας και συγγνώμης. Ο Μπράντ εκείνη τη μέρα δεν είπε τίποτα, αργότερα όμως επιχειρηματολόγησε γι’ αυτήν του την ενέργεια λέγοντας « έχοντας πίσω μου την άβυσσο της γερμανικής ιστορίας και κουβαλώντας το βάρος από τα εκατομμύρια που δολοφονήθηκαν, έκανα ό, τι οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι, όταν τα λόγια τους αποτυγχάνουν».

Αν μεταφερθούμε πολλά χρόνια πίσω, στο μακρινό 1846, δύο χρόνια πριν από την έκρηξη των ευρωπαϊκών επαναστατικών εθνικών κινημάτων, το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώιμου εθνικισμού κυριαρχεί στις εισηγήσεις των γερμανιστών σε μια συνέλευσή τους αυτό το έτος. Οι γερμανιστές επεδίωκαν μέσα από την ενίσχυση του λαϊκού πνεύματος να αναπτύξουν τις βασικές αρχές για ένα φιλελεύθερο πολίτευμα θέτοντας το έθνος στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα κατά του αυταρχικού κράτους. Αυτοί όμως δεν προχώρησαν παραπέρα γιατί αντιμετώπιζαν το έθνος ως φυσικό προϊόν της αναπτυγμένης πολιτιστικής του εθνότητας, πράγμα που δεν τους επέτρεψε να αναγνωρίσουν την ανάγκη ενός πολιτικού προγράμματος για την «κατασκευή» ενός νεωτερικού και δημοκρατικού κράτους.

Αυτή η αποτυχία της μετατροπής του νεωτερικού έθνους- κράτους σε δημοκρατικό και ανεκτικό προς όλους κράτος είναι η βάση των δυο πολέμων στην Ευρώπη. Και αυτή η αποτυχία ήταν ευρωπαϊκή και παγκόσμια και όχι μόνο γερμανική. Οι Γερμανοί, όπως και κάθε λαός, δεν είναι από τη φύση του λαός δολοφόνων, αλλά κάθε πράξη πρέπει να ερμηνεύεται στις ιστορικές της διαστάσεις. Ο καταλογισμός ευθυνών στις κυρίαρχες ιδεολογίες και όχι στα έθνη- αυτό έκανε εκείνη τη μέρα ο Βίλι Μπράντ- συμβάλλει σε μια συλλογική ηθικό-πολιτική συνεννόηση απαλλαγμένη από τον ηθικισμό και τον εθνικισμό.

Κατά την επίσκεψή του στην απαλλαγμένη από το κομμουνιστικό καθεστώς Βαρσοβία στις 6 Δεκεμβρίου του 2000 ο Γερμανός Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ υπενθύμισε την ηρωική πράξη του Μπραντ και ανέφερε: «Εδώ στη Βαρσοβία ένας Γερμανός πολιτικός ηγέτης , ο επικεφαλής της κυβέρνησης που εκπροσωπούσε την τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας , είχε την τόλμη και το θάρρος να εκφράσει κάτι που οι λέξει, όσο και να είναι προσεκτικά ειπωμένες, είναι αδύνατον να εκφράσουν : ναι εμείς έχουμε διαπράξει εγκλήματα και το ομολογήσαμε». Η Ευρώπη μπορεί να ήταν ακόμη χωρισμένη στα δυο, αν δεν υπήρχε ο Βίλι Μπραντ».

Στην εποχή που κινδυνεύει το οικοδόμημα της ενωμένης Ευρώπης θεμέλιος λίθος του οποίου ήταν το κράτος πρόνοιας, την εποχή που οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοιτούν πρώτα το εθνικό τους συμφέρον, χρειάζεται να μιλήσουμε για αυτούς τους ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας όπως οι Μπρούνο Κράισκι, Ούλοφ Πάλμε, αλλά και του ευρωκομμουνισμού – μη θεωρηθεί υπερβολή αλλά στην Ελλάδα οι Λεωνίδας Κύρκος και Μιχάλης Παπαγιαννάκης- ήσαν από την ίδια πάστα – πολιτικοί που θεωρούσαν ότι τα εθνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ως ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Νομίζω ότι το σωστό ερώτημα σήμερα δεν είναι αν έχει μέλλον η σοσιαλδημοκρατία, αλλά αν έχει μέλλον η Ευρώπη χωρίς τη Σοσιαλδημοκρατία όπως αυτή ήταν επί Βίλι Μπραντ. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν θα υπήρχε Ενιαία Ευρώπη χωρίς Σοσιαλδημοκρατία. Αλλά και σήμερα δεν έχει μέλλον το ευρωπαϊκό ιδεώδες χωρίς μια ισχυρή Σοσιαλδημοκρατία. Το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και η Σοσιαλδημοκρατία έξω από την ενιαία Ευρώπη θα είναι σαν το ψάρι στο νερό. Στο μυθιστόρημά του «ο Μπούτ το ψάρι» ο Γερμανός συγγραφέας Γκύντερ Γκράς, μας μιλά για το ψάρι τον Μπουτ, ένα σύμβολο αρσενικής κυριαρχίας, το οποίο προσπαθεί να χειραγωγήσει τον άντρα από την Λίθινη εποχή μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 70. Ο σημερινός Μπουτ είναι οι επιμέρους εθνολαϊκισμοί που απειλούν την Ευρώπη. Ο Μπουτ είναι οι διάφορες Bild και τράγκες. Ποιοι όμως είναι οι Βίλι Μπράντ;

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.