Δομικό χαρακτηριστικό της σοσιαλδημοκρατίας είναι η πίστη στην κοινωνική πρόοδο και η προσχεδιασμένη επιδίωξή της. Στέκεται αδιάφορη μπροστά στη πίστη στον ιστορικό ντετερμινισμό. Στον αντίποδα, δομικό χαρακτηριστικό της μαρξίζουσας αριστεράς είναι η πίστη στην και η επιδίωξη της ανατροπής του κοινωνικού συστήματος για να επιταχύνει τάχατες κάποια κατά τα άλλα αναπόφευκτη εξέλιξη. Στη καλλίτερη περίπτωση επιδιώκει τον ρόλο της μαμής που ξεγεννά την κυοφορούμενη πρόοδο. Οι κατηγορίες της κοινωνικής εξέλιξης είναι γιαυτή a priori καθορισμένες και αυτές προσδιορίζουν την κοινωνική πρόοδο. Η ιστορία, όμως, έχει σωρεύσει ήδη αρκετό αποδεικτικό υλικό που πείθει ότι η προσχεδιασμένη, ή έστω η ατελώς σχεδιασμένη κοινωνική πρόοδος είναι εφικτή, ενώ η ανατροπή του κοινωνικού συστήματος σύμφωνα με κάποιους a priori καθορισμένους σκοπούς, άλλοτε οδηγεί σε απρόβλεπτα εκτρώματα και άλλοτε κολλάει στην λάσπη ενός οιονεί θρησκευτικού χιλιασμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο αναλυτικό σχήμα του ίδιου του Μαρξ δεν περιλαμβάνεται σχέδιο ανατροπής, αλλά διαγράφεται ένα καθαρό χιλιαστικό όραμα με τον «ρεαλισμό» που από τη φύση τους εγγυώνται τα οράματα του είδους αυτού, δηλαδή με την αδυναμία να ζυγίσεις τον ρεαλισμό τους ex ante. Γιαυτό και ο απολογισμός που έγινε στις διάφορες εκδοχές του οράματος που επιχειρήθηκε στην πράξη έδειξε χωρίς ούτε μία εξαίρεση ότι το πείραμα οδήγησε σε ανθρωπιστική καταστροφή την οποία οι πολιτικοί προφήτες ούτε ήθελαν μήτε είχαν προβλέψει. Αλλά δυστυχώς οι ίδιοι τις είχαν βάλει σε τροχιά. Αναίρεσε την ίδια την αναλυτική βάση του μαρξικού δόγματος, αφού όχι μόνο διέψευσε το όνειρο της απελευθέρωσης του ανθρώπου από την φυσική αναγκαιότητα αλλά κατέληξε στην παγίδευση των ανθρώπων στην αναγκαιότητα ολοκληρωτικών καθεστώτων. Όπερ έδει δείξαι! Η σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή, πέρα από κάθε τι άλλο είναι πραγματιστική και η μαρξική ατζέντα αναχρονιστική.

Η αντίθεση αυτή δεν είναι ούτε τυχαία μήτε μπορεί να αποδοθεί σε «τακτικά λάθη» των επαναστατικών ηγεσιών. Είναι εγγενής στα πράγματα: Στο φαινόμενο της κοινωνικής προόδου, οι επαναστατικές ασυνέχειες είναι εξ ορισμού ανέφικτες. Ούτε ο άνθρωπος ως ατομικότητα αλλάζει σε πλήρη άρνηση του εαυτού του, μήτε οι κοινωνίες που συγκροτεί μπορούν να καταστρέψουν εν μια νυκτί το ανθρώπινο κεφάλαιό τους για να το αντικαταστήσουν με ένα προηγουμένως ανύπαρκτο και τώρα κατασκευασμένο σε κάποιο επαναστατικό εργαστήριο. Η περιπέτεια του «σοβιετικού ανθρώπου» μας δίνει ένα πειστικό μάθημα του κανόνα αυτού. Το ίδιο και οι ρατσιστικές κατασκευές των φασιστικών καθεστώτων που εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με το σοβιετικό πείραμα ως ανατρεπτικές κινήσεις του «συστήματος». Ιδού μια τρομακτική «σύμπτωση» !

Αντίθετα, η πρόοδος έρχεται με αδιάκοπη αιτιακή σύνδεση με κάθε προηγούμενη κατάσταση χωρίς να παρουσιάζει λογικό ή ουσιαστικό άλμα πάνω από κάποιο ιστορικό κενό. Όλα γίνονται βήμα προς βήμα με το ένα πόδι να πατάει στο έδαφος που εγκαταλείπεται και το άλλο να οδηγεί στην νέα κατάσταση. Ο αγγλοσαξονικός εμπειρισμός της piecemeal κατάκτησης του προσχεδιασμένου μελλοντικού στόχου μας δίνει τα πειστικότερα παραδείγματα της επιτυχίας των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών. Ως πολιτική τακτική, η σοσιαλδημοκρατία στηρίζεται στην παραδοχή ότι η πρόοδος έρχεται όταν γίνεται «προοδευτικός» ο πολίτης καθώς μαθαίνει από τις επιτυχίες των προοδευτικών πολιτικών της προηγούμενης φάσης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ταυτόχρονα και η διηνεκής ελευθερία του πολίτη και η εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Κανένα δεν σκοτώνει η σοσιαλδημοκρατική πρόοδος για χάρη μια μελλοντικής γενιάς. Αντίθετα, βοηθάει την ανάδυση της νέας γενιάς μέσα από την συναίνεση της παλιάς που ούτε παύει ποτέ να αποτελείται από ανθρώπους μήτε οι άνθρωποί της αυτοί είναι πολίτες με αυταπαρνημένα ή εξ επιβολής μειωμένα δικαιώματα στη ζωή. Η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει ανάγκη μήτε από σταχανοβίτες μήτε από νεκρούς ήρωες. Ποντάρει στην δυναμική του ορθολογισμού που υπό συνθήκες ομαλού πολιτικού βίου θα αναδείξει αργά ή γρήγορα τους αρίστους που χρειάζεται η κοινωνία για να συνεχίσει την προς τα εμπρός κίνησή της. Αντίθετα, η αντισυστημική αριστερά γεννάει από τα σπλάχνα της λεγεώνες από Ρασκόνλικοφ που πιστεύουν ότι ένας Βοναπάρτης έχει το δικαίωμα να δολοφονεί εάν αυτό είναι χρήσιμο για την επίτευξη του σκοπού του.

Ας δούμε, τώρα, πως μεταφράζονται οι αρχές αυτές σε σοσιαλδημοκρατική πράξη. Γιατί αυτό μας απασχολεί σήμερα και όχι η θεωρία. Αυτή η μετουσίωση της θεωρίας στην πράξη είναι κεφαλαιώδης για την προοπτική της Κεντροαριστεράς, γράφε σοσιαλδημοκρατίας στην χώρα μας. Πρώτο πόρισμα αυτής της θεώρησης είναι ότι το όποιο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό πρόγραμμα πρέπει να είναι διαυγώς βαθμωτό. Δεν αρκεί να παρουσιάσει την σημερινή προβληματική κατάσταση και κατ’ ευθείαν να πηδήξει στον τελικό στόχο. Πρέπει, αντίθετα, να περιγράφει τα κύρια βήματα που βαθμωτά οδηγούν στον στόχο καθώς η κοινωνία «διδάσκεται» από τα επιτυχημένα πρότερα βήματα. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική μοιάζει με μια διαδικασία δυναμικού διαλόγου ανάμεσα στην κοινωνία και την σοσιαλδημοκρατική «πρωτοβουλία» που οδηγεί τα δύο μέρη στον κοινό σκοπό βήμα-με- βήμα. Καμία πολιτική δεν μπορεί να προεξοφληθεί χωρίς να υπολογίσει αυτή τη διαδικασία «μάθησης» του ανθρώπινου παράγοντα, δηλαδή της κοινωνίας καθ’ εαυτής. Γιαυτό και στην σοσιαλδημοκρατική πολιτική παίζει πρωτεύουσα σημασία η διαδικασία της αυτόνομης κοινωνικής μεταβολής. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Αυτή είναι μια θεμελιώδης «οδηγία προς τους ναυτιλλόμενους» δηλαδή προς όλους εκείνους που ασχολούνται ή θα ασχοληθούν με την κατάρτιση μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής ατζέντας. Στην πολιτική δεν χωράει το επιχείρημα ότι «εγώ μεν είχα δίκιο, αλλά ο λαός δεν το κατάλαβε». Καμία απότυχα της δεν μπορεί να δικαιολογεί με το πασίγνωστο αυτό επιχείρημα. Αν ο λαός δεν σε ακολουθεί σημαίνει απλούστατα ότι απέτυχες να τον πείσεις.

Το δεύτερο πόρισμα είναι ότι αφού το όποιο πρόγραμμα προοδευτικής αλλαγής θα είναι βαθμωτό, δεν μπορεί παρά και η λειτουργία της σοσιαλδημοκρατικής καθοδήγησης να είναι συνεχής και συστηματικά σχεδιασμένη σύμφωνα με τις ανάγκες της «βαθμωτής συνάρτησης». Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν μπορεί να κοιμάται στα μεσοδιαστήματα των εκλογών και να ξυπνά μόνο για την προεκλογική καμπάνια. Τα ποικίλα και πολύμορφα σοσιαλδημοκρατικά fora είναι απαραίτητα για να λειτουργούν ως κέντρα συνεχούς διαβούλευσης και «εκμάθησης» των πολιτών. Το εκτρωματικό σχήμα που καθιέρωση το ΠΑΣΟΚ για την λειτουργία του, που στην ουσία ήθελε να συνδυάσει τις δομές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού με την πελατειακή λειτουργία, δεν χωράει στην σοσιαλδημοκρατία. Στο ΠΑΣΟΚ ζήσαμε κωμωδίες και τραγωδίες όλα αυτά τα χρόνια, όταν εκ των άνω καθοδηγούταν οι οργανώσεις βάσης αλλά ταυτόχρονα οι οργανώσεις βάσεις χρησιμοποιούνταν για να εκφράσουν τις ατέρμονες πελατειακές απαιτήσεις για να κρατούν έτσι μέσω αυτών την επαφή με τον «λαό». Έτσι μετέτρεψαν τους εν δυνάμει πολίτες σε ενεργούς πολίτες και τα επίχειρα πληρώνουμε σήμερα. Όλο αυτό το σύστημα στηρίζονταν σε ηθελημένη ασάφεια, για να μπορεί ο κάθε πελάτης να ερμηνεύει το κίνημα κατά το δικό του στενό συμφέρον (κάποιος είχε πει ότι υπάρχουν τόσα ΠΑΣΟΚ όσα είναι και οι ψηφοφόροι του, και είχε δίκιο), που με τη σειρά της δημιουργούσε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας και κατάληγε σε συνθήκες πολιτικής και ιδεολογικής αυθαιρεσίας. Αυτός ήταν ο τρόπος για διατηρεί η ηγετική ομάδα την ισχύ της, και να ρίχνεται η ίδια η κοινωνία στον καιάδα της πολιτικής ανυποληψίας. Αυτό και μόνο αρκεί για να εξηγήσει την μαζική μετανάστευση στελεχών και ψηφοφόρων στο νέο-παλαιοπασόκ, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να βιάζεται περισσότερο από όσο η ταχύτητα διατηρεί το πραγματικό νόημα της παρέμβασής της. Με άλλα λόγια, δεν έχει δικαίωμα να ακολουθήσει οπορτουνιστικούς δρόμους. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι ξέρει καλά πού στέκεται και πού θέλει να πάει. Να γιατί έχει πρωτεύουσα σημασία, η κίνηση των 58 των να οδηγήσει σε ένα καλά μελετημένο, διαυγές και πλήρες πολιτικό πρόγραμμα ως πρόταση προς την κοινωνία. Ένα πρόγραμμα που αποκλείει την ξύλινη γλώσσα των συνθημάτων και των ομιχλωδών υπονοουμένων. Σε δυο στάσεις της ζωής μου έτυχε να δουλέψω σε διαδικασίες κατάρτισης πολιτικών προγραμμάτων εξουσίας: Στην Ένωση Κέντρου, υπό τον μακαρίτη τον Θανάση Κανελλόπουλο, και στο ΠΑΣΟΚ κάτω από την φωτισμένη επιμέλεια του Αποστόλη Λάζαρη. Και στις δύο περιπτώσεις τα προγράμματα μπήκαν στο συρτάρι μόλις κατακτήθηκε η εξουσία, αλλά το χειρότερο ήταν ότι στον εκλογικό σώμα δεν παρουσιάστηκαν ποτέ ολόκληρα αλλά προβλήθηκε η εκτρωματική περίληψή τους με συνοπτικές ατάκες , δηλαδή ξύλινα συνθήματα. Ας μη επαναληφθεί η αμαρτία.

Αυτές οι σκέψεις μου κατέβηκαν καθώς παρακολουθώ την πρώτη φάση της παρέμβασης των 58 που προσώρας περιορίζεται σε συνοπτική αρθρογραφία. Προσπαθώ να κρατήσω την αισιοδοξία μου, περιμένοντας την επόμενη φάση, δηλαδή τη φάση του ουσιαστικού πολιτικού λόγου και της «καθόδου στον λαό». Δεν πρέπει να αργήσει.

Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.