Η νίκη του Τραμπ το 2016, λίγο μετά το Brexit, σηματοδότησε το απόγειο ενός διεθνούς πολιτικού κύκλου που συνοπτικά αλλά εύστοχα χαρακτηρίστηκε λαϊκιστικός. Εύλογα λοιπόν η ήττα του Τραμπ έθεσε το αντίστροφο ερώτημα. Κλείνει αυτός ο κύκλος; Μπορούμε να μιλάμε για μια γενικότερη υποχώρηση του ποικιλόχρωμου λαϊκιστικού κύματος; Έχουμε μια «επάνοδο στην κανονικότητα»; Και σε ποια κανονικότητα; Ή μήπως όλα αυτά είναι συγκυριακές διακυμάνσεις στο ίδιο πλαίσιο χωρίς βαθύτερες ασυνέχειες και ρήξεις;

Η γρήγορα απάντηση είναι ότι ακόμα δεν ξέρουμε, ότι χρειάζεται χρόνος για να δείξει. Όμως μερικά συμπεράσματα βγαίνουν ήδη με σχετική ασφάλεια. Και αφορούν όλες τις εκφάνσεις του λαϊκιστικού κύματος, από τον τραμπισμό και τους brexiteers, τον ακροδεξιό κεντροευρωπαϊκό ευρωπαϊκό, όσο και τον αριστερόστροφο νοτιοευρωπαϊκό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα προηγούμενα ερωτήματα έχουν τεθεί στην Ελλάδα εδώ και κάποιο καιρό μετά την ήττα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Όπως συνέβη και στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, μετά την απομυθοποίηση των Podemos στην Ισπανία και το ξεφούσκωμα των «Πέντε Αστεριών» στην Ιταλία. Κόμματα διαφορετικά, σε εθνικές συνθήκες διαφορετικές, γεννήματα όμως των ίδιων πολυσυζητημένων πλέον συνθηκών. Πολιτισμική επισφάλεια που προκαλεί η παγκόσμια αλληλεξάρτηση στις εθνικές κοινωνίες, οικονομική ανασφάλεια των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, εξάντληση του διεθνούς νεοφιλελεύθερου κύκλου 1980-2008 που επισφραγίστηκε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, υποβάθμιση της δημόσιας σφαίρας λόγω της εισβολής των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι ιστορικές πολιτικές κουλτούρες και τα κατεστημένα κόμματα δεν έδωσαν μια δυναμική απάντηση με στρατηγικό βάθος σε αυτά τα προβλήματα, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν φυγόκεντρες δυνάμεις που αμφισβητούσαν ουσιαστικές πολιτικές και πολιτισμικές όψεις του μεταπολεμικού δυτικού κοινωνικού μοντέλου. Απίσχναση του «κέντρου» τροφοδότησε τα «άκρα», η αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων γέννησε νέα κόμματα είτε αριστερά τους είτε δεξιά τους αναλόγως των εθνικών συνθηκών, η κοινοτοπία του παραδοσιακού πολιτικού λόγου έκανε της μόδας τον πολωτικό, εχθροπαθή και απλουστευτικό λόγο των λαϊκιστών.

Η αντιστροφή αυτής της τάσης είναι ίσως το πρώτο και βασικό συμπέρασμα. Επειδή σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης της δικιάς μας, η άνοδος του λαϊκισμού δεν ήταν μια τρέχουσα κυβερνητική εναλλαγή, όπως προηγουμένως μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς, αλλά συνέβαινε σε συνθήκες έντονης πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης, έτσι τώρα η ήττα των λαϊκιστικών δυνάμεων δεν είναι επίσης μια τρέχουσα εναλλαγή. Είναι φυσικό: η πόλωση προκαλεί αντιπόλωση. Οι λαϊκιστές πολώσανε και οι αντίπαλοί τους ανταπάντησαν. Γι αυτό η αντιστροφή δεν αφορά μόνο ή τόσο μετατοπίσεις των εκλογέων από το ένα στο άλλο κόμμα, από τον έναν στον άλλο υποψήφιο. Το «αντί» στο λαϊκιστικό κύμα και τους εκπροσώπους του, προσδίδει ένα ταυτοτικό στοιχείο στην κοινωνική πλειοψηφία που τώρα τους καταψηφίζει, αφού βίωσε τη διακυβέρνησή τους και παρότι στο παρελθόν μπορεί να είχε γοητευτεί από αυτούς. Κοντολογίς, απορρίπτοντας είτε τα ποικίλα «άκρα» (τις δήθεν αντισυστημικές και στην ουσία αντικοινωνικές ομάδες διαμαρτυρίας) κυρίως όμως τις «ακρότητες» των λαϊκιστικών πρακτικών, το «κοινωνικό κέντρο» (ένα ευρύ πολυσυλλεκτικό πλειοψηφικό ρεύμα που ασφαλώς περιλαμβάνει και κομμάτι ψηφοφόρων του κυβερνώντος λαϊκισμού) ενσωματώνει σχεδόν αυθόρμητα κάποια νέα πολιτικά χαρακτηριστικά. Η περίπτωση Τραμπ, πρωταθλητή της χυδαιοποίησης της πολιτικής και της αποθέωσης των λαϊκιστικών πρακατικών, είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη.

Οι λαϊκιστικές δυνάμεις καταψηφίστηκαν ή απομυθοποιήθηκαν γιατί διέψευσαν τις προσδοκίες που καλλιέργησαν και γιατί συνήθως αποδείχτηκαν ανίκανες στη διακυβέρνηση – ιδίως όταν χρειάστηκε να διαχειριστούν κρίσεις. Υπήρξε όμως και μια ουσιαστικότερη απόρριψη του τρόπου διακυβέρνησής τους. Ανέβηκαν κερδίζοντας την ψήφο των πολιτών σύμφωνα με τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά ως εξουσία στρέβλωναν «από τα μέσα» βασικές έννοιες και πρακτικές της. Είτε αυτές αφορούσαν τον πλουραλισμό και την ανεκτικότητα προς τους αντιπάλους, είτε τη διάκριση των εξουσιών, είτε τη σφαίρα της επικοινωνίας και της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών αισθάνθηκε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι διαδικασίες παραμορφώνονταν με στόχο την εξουσία  για την εξουσία. Αισθάνθηκαν επίσης ότι υπάρχει ένα όριο στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής επικοινωνίας, στη διαρκή  παραγωγή fake news, και στην εκμετάλλευση της ασυδοσίας που προσφέρουν τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κοντολογίς, αυτού του είδους οι λαϊκισμοί δεν ηττήθηκαν απλώς εκλογικά, αλλά ενεργοποίησαν και τα δημοκρατικά ανακλαστικά μεγάλου μέρους της κοινωνίας, δημιουργώντας μια νέα αφετηρία.

Ειδικά στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, αυτή η αντίσταση του δημοκρατικού κεκτημένου, και η επαναξιοδότηση του πνεύματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενισχύεται καθώς το είδος σπανίζει παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Αντί η Δημοκρατία να επεκτείνεται στον Πλανήτη και να αποτελεί ιδανικό των λαών που τη στερούνται, ενισχύθηκαν οι νέοι αυταρχισμοί. Σε αυτό το πλαίσιο, το ευρωπαϊκό μοντέλο ως σύνθεση δημοκρατίας, ευημερίας και κοινωνικής προστασίας, αποκτά μια νέα ελκτικότητα και μαχητικότητα. Η Ελλάδα, αντίθετα με όσα λέγονται, αποτέλεσε χαρακτηριστική περίπτωση της φανερής και της υπόγειας βαρύτητας της «Ευρώπης» στο εθνικό φαντασιακό, το οποίο ενεργοποιήθηκε όταν κινδύνεψε.

Η αντίσταση που έδειξαν οι κοινωνικές πλειοψηφίες στην έφοδο του λαϊκισμού δεν σημαίνει ότι αυτός θα αποτελέσει παρελθόν. Σήμερα ξέρουμε πια ότι οι λαϊκισμοί συνοδεύουν σαν σκιά τις δημοκρατίες, είναι συνεχώς παρόντες, με διαφορετική όμως ένταση και επικινδυνότητα. Η Ελλάδα δεν θα πάψει να είναι ευεπίφορη στον λαϊκισμό, αλλά δεν σημαίνει ότι θα κινδυνεύει διαρκώς με ένα Grexit. Ούτε όμως σημαίνει ότι επανήλθαμε σε μια προτεραία «κανονικότητα». Η νέα κοινωνική πλειοψηφία που αντέδρασε στο λαϊκιστικό κύμα θα γίνει σταθερή βάση αναζωογόνησης του πολιτισμού της Δημοκρατίας εδώ και στην Ευρώπη, αν γίνει προγραμματική πλειοψηφία ενόψει της νέας ιστορικής εποχής, στην οποία ο Κόσμος βαδίζει πλησίστιος αλλά χωρίς πυξίδα. Οι βασικές πολιτικές δυνάμεις και οι ιστορικές πολιτικές κουλτούρες της Ευρώπης, από τη δημοκρατική Αριστερά ως τον δεξιό Συντηρητισμό, τιτλοφορούν τον αναζητούμενο στόχο της νέα εποχής με τον όρο Νέα Πράσινη Συμφωνία (New Green Deal). Ο συμβολισμός είναι προφανής. Παραπέμπει στη Νέα Συμφωνία (New Deal) του Ρούσβελτ στη δεκαετία του 1930 που αποτέλεσε το αρχέτυπο (για την ιστορική ακρίβεια, ένα από τα αρχέτυπα) της μεταπολεμικής δημοκρατικής και οικονομικής αναγέννησης της Δύσης.

Υπάρχει η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα αντίστοιχο σταυροδρόμι. Υπάρχει η ελπίδα ότι μετά την πρόσφατη διεθνή και εθνική κρίση, η δημοκρατική πολιτική ζωή θα ανασυνταχτεί. Υπάρχουν οι ενδείξεις ότι δημιουργείται ένα νέο κέντρο βάρους (middle ground) του κομματικού ανταγωνισμού, γύρω από το οποίο θα διαμορφωθούν νέες πολιτικές ταυτότητες και γονιμότερες αντιπαραθέσεις από αυτές που ζήσαμε πρόσφατα με την άνοδο του λαϊκιστικού κύματος.

Από την αίσθηση στην πραγμάτωση η απόσταση είναι μεγάλη. Αλλά αυτό είναι το στοίχημα και το βάζουμε σήμερα με καλύτερους όρους.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: Τα Νέα

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.