Μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, κάνοντας ένα άλμα προς τα πίσω;

Διατρέχουμε τον κίνδυνο μίας ιστορικής αντίφασης, μίας δομικής πολιτικής και κοινωνικής ανισορροπίας, που υπονομεύει τις προϋποθέσεις της εθνικής ανάκαμψης και καταρρακώνει τις προσδοκίες. Το συλλογικό αίτημα για το τέλος της κρίσης με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ριζοσπαστικής αναδιανομής ευκαιριών είναι ασυμβίβαστο με την διαμορφούμενη πολιτική γεωγραφία που εσωτερικεύει, αναπαράγει και αντανακλά τις παραλυτικές συνθήκες της κρίσης.

Η τεχνητή, ιστορικά μοιραία, διαιρετική τομή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» σταδιακά ανασχηματίζεται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό δίπολο που δεν ισορροπεί στη βάση ενός δημιουργικού, τυπικού προγραμματικού ανταγωνισμού, αλλά αρθρώνεται σε συμβιωτικές στρατηγικές πόλωσης, που κατά έναν αναπόφευκτο δεξιό και αριστερό κομματικό ορθολογισμό οδηγεί στον χειρότερο δυνατό πολιτικό παρονομαστή. Οι εμφυλιοπολεμικές κραυγές, ο θεατρικός λαϊκισμός, η ηθική εξόντωση του αντιπάλου και ο αυτοσκοπός της σύγκρουσης παράγουν έναν αφόρητο, αναχρονιστικό διπολισμό των χειρότερων δυνατών εκδοχών δεξιάς και αριστεράς.

Το εγχείρημα ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς επιδιώκει την διόρθωση αυτής της ιστορικής αντίφασης και την ανάσχεση της δυναμικής μίας μόνιμης ανισορροπίας μεταξύ κοινωνικών προσδοκιών και πολιτικής γεωγραφίας που δημιουργεί δομικά χάσματα εκπροσώπησης και δεν βοηθά την δημοκρατία. Παρά την εύλογη και έντιμη κριτική για μία προγραμματική και ιδεολογική αμηχανία, που, όμως, δεν προκύπτει ως αδυναμία, αλλά ως πολιτική αυτοσυγκράτηση απέναντι σε ένα κόσμο που αλλάζει γρηγορότερα από τις ιδέες μας, το εγχείρημα δεν συμβαίνει σε κοινωνικό και πολιτικό κενό.

Υπάρχει μία ανεκπροσώπητη κοινωνική πλειοψηφία -που έχει εκφράσει τις προτιμήσεις της σε πρόσφατες δημοσκοπικές έρευνες – η οποία αφενός κατανοεί την πολιτική της ταυτότητα με όρους ιστορικού βάθους, πολιτικών συμβολισμών και εμπειρικών βιωμάτων (είναι η αίσθηση του «ανήκειν» στην δημοκρατική παράταξη πέρα από τις συγκυριακές εκλογικές συμπεριφορές) και αφετέρου συνειδητοποιεί ότι η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει συναινέσεις, στρατηγικές συνεργασίες, δημιουργικό πολιτικό ανταγωνισμό και επαναφορά της Πολιτικής και των ιδεών στο προσκήνιο.

Ωστόσο, το πολιτικό και κοινωνικό υπόστρωμα για την ανασυγκρότηση του χώρου της κεντροαριστεράς δεν εξαντλείται ούτε στην διαχείριση πολιτικών συναισθημάτων και συμβολισμών ούτε στον δημιουργικό ετεροκαθορισμό. Η κεντροαριστερά μπορεί να ανακτήσει την πολιτική και ιδεολογική πρωτοκαθεδρία μόνο με μία συγκεκριμένη πολιτική πρόταση που θα απευθύνεται με μαζικό τρόπο στις προσδοκίες και στα αμοιβαία συμφέροντα των πιο παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και των «ξεχασμένων του συστήματος», που μία ολόκληρη πολιτική και θεσμική -τυπική και άτυπη- «συμπαιγνία», τόσο πριν την κρίση όσο και μέσα στην κρίση, φρόντισε να κρατήσει στο περιθώριο.

Αυτή είναι η προϋπόθεση για να φύγουμε από το τέλμα, αποκαθιστώντας με ασφάλεια και όχι ανεύθυνο ρίσκο τις θεμελιώδεις αδυναμίες και αντιφάσεις της μνημονιακής διαρθρωτικής προσαρμογής: μεταρρυθμίσεις «από τα πάνω» δίχως πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα μεταρρύθμισης, που παράγουν οριακά αποτελέσματα και αναπαράγουν θεσμικές και κοινωνικές αδικίες και ανισότητες σε μη βιώσιμα οικονομικά και κοινωνικά επίπεδα.

Ένας νέος ιστορικός κύκλος δίκαιης αλλαγής και συλλογικής ευημερίας απαιτεί μεγάλες, ριζοσπαστικές αναδιανομές πόρων, ευκαιριών και κινήτρων που θα ξαναχαράξουν τον παραγωγικό και πολιτικό χάρτη της χώρας βάζοντας στο επίκεντρο της προσπάθειας τους χθεσινούς “outsiders”, που μέσα στην κρίση μετατράπηκαν στα βολικά θύματα της προσαρμογής: είναι οι άνεργοι, οι νέοι, οι παραγωγικές, δημιουργικές δυνάμεις που ασφυκτιούν μέσα σε κλειστές αγορές και αφόρητες κρατικές παρεμβάσεις, οι κοινωνικές ομάδες που συστηματικά βρίσκονται «εκτός των τειχών» του κοινωνικού κράτους χωρίς πολιτική και θεσμική ισχύ και σήμερα είναι εντελώς απροστάτευτες, οι εργαζόμενοι που δεν εκπροσωπούνται πολιτικά και συνδικαλιστικά και γίνονται έρμαιο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και ανομίας. Είναι η «σιωπηλή» κοινωνική πλειοψηφία που θα έχει τον καθοριστικό ρόλο για την έξοδο από την κρίση και που η συντηρητική δεξιά αδυνατεί να εκφράσει, ενώ η αριστερά, επί της ουσίας, συστηματικά αγνοεί.

Ο ιστορικός ρόλος για την κεντροαριστερά είναι δεδομένος. Η αποφυγή του μοιραίου, μιας κοινωνικής και πολιτικής σύνθλιψης που θα μας καθηλώσει, είναι στα χέρια της.

Ο Πασχάλης Αγανίδης είναι οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης. Έχει υπογράψει το κείμενο-πρόσκληση των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. 

By admin

One thought on “Η κεντροαριστερά και η ανεκπροσώπητη κοινωνική πλειοψηφία. Πασχάλης Αγανίδης, Εφημερίδα των Συντακτών, 5.12.2013”
  1. Αγαπητέ Κύριε Αγανίδη,
    Το άρθρο σα είναι θαυμάσιο για …διάλεξη υψηλού επιπέδου. ΠΟλύ φοβάμαι ότι ο πολύς κόσμος θα δυσκολευτεί να φτάσει στη … μέση, διότι θα έχει, τουλάχιστον, κουραστεί για να ακολουθήσει τους συλλογισμούς σας.
    Μήπως θα έπρεπε να βρεθεί ένας “λόγος” πιο προσιτός, στον πολύ κόσμο που θέλει να μας ακολουθήσει, και που τον θέλουμε να περπατήσει μαζί μας στο δύσκολο δρόμο που του προτείνουμε να επιλέξει;
    Μήπως πρέπει να του δείξουμε πιο απλά την ανοιχτή αγκαλιά μας;
    Συγχωρέστε με αν κάνω λάθος, αλλά φοβάμαι το παρελθόν αυτής της ιδέας…
    Με πολύ εκτίμηση
    ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΣΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.