Η αποτίμηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας ως επίκαιρο πολιτικό διακύβευμα

1. Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Η συμμετοχή μου εκφράζει την πεποίθηση μου ότι ο χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της δημοκρατικής αριστεράς και του μεταρρυθμιστικού Κέντρου πρέπει να μπει στη νέα εποχή της εθνικής Ανασυγκρότησης φτιάχνοντας ένα κοινό σπίτι. Η διαδικασία επαναθεμελίωσης της ευρύτερης παράταξης απαιτεί την επαναθεμελίωση της πολιτικής κουλτούρας, δηλαδή της ιδεολογικής και ιστορικής κληρονομιάς της κάθε συλλογικότητας που θα συμμετάσχει, σε διάλογο με τις άλλες. Σε συνθήκες πολυκομματικού συστήματος ο σχηματισμός των κομματικών ταυτοτήτων δεν μπορεί να γίνει με τους παλαιούς όρους της Μ.Ε. Η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί περιορίζοντας τη ταυτότητά της κατά κύριο λόγο στην Αντιδεξιά, όπως το μεταπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ. Ούτε στη βάση ενός αντιΔεξιού και αντιΣΥΡΙΖΑ διμέτωπου, όπως η προδικτατορική ΕΚ. Πρέπει να βρει κατά κύριο λόγο στον εαυτό της τον ίδιο, τις ιδεολογικοπολιτικές και ηθικές αιτίες της ύπαρξής της.

Πιστεύω ότι η αποτίμηση της Μ.Ε. όχι μόνο συνιστά επίκαιρο πολιτικό διακύβευμα, αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής της επεναθεμελίωσης. Το θέμα δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το μέλλον και τις ανάγκες Ανασυγκρότησης της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή εποχή. Θα υποστηρίξω ότι σε αυτή την προοπτική (α) το μεταπολιτευτικό κεκτημένο εξακολουθεί να αποτελεί όπλο στη φαρέτρα της φιλοευρωπαϊκής Ελλάδας και της προοδευτικής παράταξης, (β) ότι προτείνει μια ρεαλιστική «ανάγνωση» για την πορεία της Ελλάδας στο σύγχρονο Κόσμο, (γ) η οφειλόμενη αυτοκριτική της Μ.Ε. δείχνει τον πυρήνα της αλλαγής πολιτικής κουλτούρας που η νέα Κεντροαριστερά πρέπει να επιδιώξει.

2. Η «μεταπολιτευτική Ελλάδα» όπως κοινώς την αποκαλούμε, συνιστά πλέον ένα χρονικά σαφώς οριοθετημένο επιστημονικό αντικείμενο. Ελλάδα 1974-2009. Στο επιστημονικό λοιπόν επίπεδο, η αποτίμηση της Μ.Ε. επιχειρεί όπως οφείλει άλλωστε, να περιλάβει σφαιρικά, τις φωτεινές και τις σκοτεινές όψεις που χαρακτηρίζουν μια 35χρονη ιστορική εποχή. Οι τόνοι της αξιολόγησης μπορεί να διαφέρουν, όπως και ερμηνευτικά εργαλεία. Προσωπικά βρίσκω πειστικότερες τις ερμηνείες που δεν απομονώνουν μια και μόνη διάσταση της Μ.Ε. (π.χ. πελατειακές σχέσεις, κρατισμός, οπισθοδρομική κουλτούρα) αλλά εξετάζουν τις αλληλεπιδράσεις του μοντέλου του ελληνικού καπιταλισμού (ακραία εκδοχή του λεγόμενου νοτιοευρωπαϊκού), του πολιτικού συστήματος και των νομιμοποιητικών ιδεολογιών με προεξάρχοντα των αριστερόστροφο λαϊκισμό. Και στη βάση αυτών των αλληλεπιδράσεων οι διάφορες επιστημονικές προσεγγίσεις επιχειρούν να ερμηνεύσουν τόσο τις κατακτήσεις όσο και τις δομικές παθογένειες, μέχρι την τελική κατάληξη της χρεοκοπίας, όταν ξέσπασε η παγκόσμια και ευρωπαϊκή κρίση.

Η αποτίμηση όμως της Μ.Ε. παίζεται όχι τόσο στο επιστημονικό επίπεδο, αλλά στον καθημερινό δημόσιο λόγο, στην καθημερινή σκληρή κομματική αντιπαράθεση. Κατά τούτο συνιστά επίμαχο πολιτικό ζήτημα, που εγείρει πάθη, χωρίζει πολιτικές παρατάξεις, ενδεχομένως και γενιές. Κυρίαρχο βάρος σε αυτό τον δημόσιο λόγο έχουν οι ποικίλες δυνάμεις που καταδικάζουν αναφανδόν τη μεταπολιτευτική περίοδο. Η Μεταπολίτευση οδήγησε στη χρεοκοπία, είναι ο κοινός αφορισμός αν και οι ένοχοι ύστερα μπορεί να διαφέρουν. Εσχάτως αυτή η άμεση σύνδεση Μεταπολίτευση – χρεοκοπία οδήγησε εκεί που ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει. Ένοχη είναι η Δημοκρατία αυτή καθαυτή γιατί ήταν «κλεπτοκρατία». Ένας αφορισμός που έπαιξε στον αριστερό χώρο, νομοτελειακά βρήκε τον αυθεντικό εκφραστή της στο πρόσωπο του κ.Μιχαλολιάκου ανήμερα την 24 Ιουλίου. Σε αυτές τις συνθήκες, η ισοπεδωτική και αποδομητική κριτική της Μ.Ε. αποκαλύπτει την αντιδημοκρατική και αντικοινοβουλευτική καταγωγή της, από όπου και αν προέρχεται.

Και αντιστρόφως, η κριτική υπεράσπιση των κατακτήσεων της Μ.Ε. συνιστά κομβικό στοιχείο της πολιτικής κουλτούρας των δημοκρατικών δυνάμεων σε όλο τους το εύρος. Μια τέτοια υπεράσπιση δεν είναι όρκος πίστης, ούτε άκριτη απολογία. Πολλοί από εμάς έχουμε επιχειρήσει να αναδείξουμε τα όρια της Μ.Ε. Η διαφορά όμως από την κριτική στην ισοπέδωση είναι τεράστια. Η ψύχραιμη κριτική αποτίμηση της Μ.Ε. μπορεί εύκολα να τεκμηριωθεί ιστορικά και εμπειρικά. Γιατί αναμφίβολα υπήρξε μια περίοδος πρωτοφανούς σταθεροποίησης των δημοκρατικών θεσμών. Εθνικής ειρήνευσης ύστερα από έναν δραματικό ελληνικό 20ο αιώνα. Μείωσης των αποστάσεων από τις πιο προηγμένες χώρες. Ραγδαίου κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Ισχυροποίησης της αυτονομίας των ατόμων και εμπλουτισμού της υποκειμενικότητάς τους. Οι πολυεπίπεδες αυτές επιδόσεις συνυπάρχουν με όλες τις δραματικές ανεπάρκειες που έρχονται σε πρώτο πλάνο λόγω της κρίσης (π.χ. η διάλυση του Κράτους). Δεν μπορούν όμως να ακυρωθούν με την απλοποίηση «ήταν μεγέθυνση με δανεικά». Για τον ιστορικό του μέλλοντος αλλά και του παρόντος, αυτή η σφαιρική προσέγγιση είναι αυτονόητη. Διαφορετικά θα ήταν σαν να ταυτίζαμε π.χ. μια πλούσια και σύνθετη εποχή όπως του Τρικούπη με τη χρεοκοπία του 1893-97.

Όμως, η κριτική υπεράσπιση των κατακτήσεων της Μ.Ε. δεν είναι απλώς επιστημονική άποψη. Είναι μαχητική πολιτική στάση. Γιατί; Γιατί το κεκτημένο του επιτευχθέντος «μεταπολιτευτικού πολιτικού πολιτισμού» εξακολουθεί, ως τώρα τουλάχιστον, να ανθίσταται μέσα στην κρίση, όσο και αν είναι πληγωμένο από τα γνωστά φαινόμενα εκβαρβαρισμού. Σαν η «Μεταπολίτευση» να υπερασπίζει τον εαυτό της μέσα στην κρίση. Και στο μέτρο αυτό, προσφέρει πολύτιμα όπλα στις δυνάμεις της φιλοευρωπαϊκής Ελλάδας που κατεξοχήν έχουν αναλάβει το πατριωτικό καθήκον να βγάλουν τη χώρα από τη δίνη. Ξέρουμε ότι η επικράτηση των δυνάμεων της εθνικής οπισθοδρόμησης είναι πιθανή και πολλοί τη θεωρούνε βέβαιη. Όμως, αν η χώρα καταφέρει να βγει από την κρίση έχοντας αντέξει ως δημοκρατικό σύστημα και ως κοινωνία παρά τη φοβερή απώλεια του 25% του πλούτου της, θα είναι μια αναδρομική επιβεβαίωση των βαθύτερων κεκτημένων της Μεταπολίτευσης.

3. Σωστά λέγεται ότι το να γράψεις την ιστορία ενός σημαντικού κόμματος (παράταξης) είναι σαν να γράφεις την ιστορία της χώρας. Ισχύει όμως και το αντίθετο. Η πολιτική κουλτούρα ενός κόμματος (ή μιας παράταξης) που φιλοδοξεί να έχει οργανικό ρόλο στην εθνική ζωή της χώρας, ενσωματώνει ρητά ή υπαινικτικά, μια θεώρηση για τη θέση και την πορεία της Πατρίδας στον σύγχρονο Κόσμο. Όχι σαν μάθημα ιστορίας, αλλά σαν ιστορική και ηθική αναβάθμιση της πολιτικής δράσης από τον εφήμερο καιροσκοπισμό στην εθνική υπευθυνότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σαφές ότι διαφορετικές αποτιμήσεις της Μ.Ε. περικλείουν μια ορισμένη άποψη για την «ελληνική περίπτωση» και την πορεία της Ελλάδας στη νεωτερικότητα και τον σύγχρονο Κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η κρίση και η αποδόμηση της Μ.Ε. ισχυροποίησαν τις αναγνώσεις της «ελληνική περίπτωσης» ως «εξαίρεσης» και «απόκλισης» από τον ευρωπαϊκό κανόνα. Ως και το παλαιϊκό δίλημμα «Ανατολή ή Δύση» επανέφεραν.

Πιστεύω ότι η χωρίς μηδενισμούς κριτική αποτίμηση της Μ.Ε. περικλείει μια θεώρηση της πορείας της Ελλάδας στη μακρά ιστορική διάρκεια, ρεαλιστική και ακριβέστερη άλλων «αναγνώσεων». Δείχνει ότι η Ελλάδα παρουσίασε μεγαλύτερη δεκτικότητα στον εκσυγχρονισμό από όσο μια ελιτιστική φιλελεύθερη θεώρηση υποθέτει υπερβάλλοντας τις εθνικές παθογένειες. Από την άλλη, δείχνει ότι το διεθνές / ευρωπαϊκό περιβάλλον στάθηκε περισσότερο βοηθητικό από όσο οι ποικίλες μαρξιστικές ή μαρξίζουσες θεωρίες της εξάρτησης υποστηρίζουν. Περισσότερο βοηθητικό γιατί η Ελλάδα βρέθηκε έγκαιρα «στον ρου της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παγκοσμιοποίησης του 19ου αιώνα» και γιατί έχαιρε μιας ιστορικής προσόδου λόγω του βάρους που η αρχαία Ελλάδα / Αθήνα είχε στο ευρωπαϊκό φαντασιακό. Κατά τούτο, η Μ.Ε. επανέλαβε ένα ιστορικό υπόδειγμα (pattern) του τρόπου που η Ελλάδα πορεύτηκε στη Νεωτερικότητα. Κατάφερε να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη των ευρωπαϊκών χωρών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με καθυστερήσεις, οπισθοχωρήσεις και, κατόπιν, με τρέξιμο, ώστε να καλύψει τον χαμένο χρόνο. Υπό την πίεση ενός «εξωτερικού καταναγκασμού» που να της βάζει το μαχαίρι στον λαιμό. Σε αυτή την προσπάθεια, αφομοιώνει τις καταναλωτικές και απλούστερες όψεις της εξέλιξης, δυσκολεύεται όμως να προσαρμοστεί στις απαιτητικότερες δεδομένου ότι προϋποθέτουν μεγαλύτερες παραγωγικές δομές και ικανότητες, καλύτερο Κράτος, μακροχρόνιες στρατηγικές μεταρρυθμίσεων. Αν αυτό το υπόδειγμα (pattern) έχει μια καθησυχαστική πλευρά, η χρεοκοπία μας θυμίζει ότι η εξέλιξη δεν ήταν γραμμική. Ότι η Ελλάδα σημείωσε δραματικές καθιζήσεις (Μικρασιατική ήττα, Εμφύλιος, δικτατορία). Θυμίζει επίσης ότι οι εθνικές καθιζήσεις συμβαίνουν όταν το διεθνές πλαίσιο είναι ασταθές, και ότι αυτή η αστάθεια εσωτερικεύεται σαν εθνική πόλωση αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα. Αυτή η θεώρηση της εθνικής ιστορίας, που κινείται μακριά από την ηγεμονική εθνικιστική ιδεολογία, αλλά και τη μαλθουσιανή απαισιοδοξία της φιλελεύθερης ή νεομαρξιστικής θεώρησης@ που συνδυάζει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρνει, αλλά ταυτόχρονα ότι οι επιτυχίες της είναι επισφαλείς ιδίως σε περιόδους διεθνών κρίσεων, αποτελεί κατά τη γνώμη μου, ταυτοτικό στοιχείο της κεντροαριστερής παράταξης, χρήσιμο ιδιαίτερα στη νέα φάση της ανασυγκρότησης.

4. Ως τώρα η ζωή του τόπου κυριαρχείται από το δημοσιονομικό πρόβλημα. Στην επερχόμενη φάση της Ανασυγκρότησης, το ζητούμενο είναι η παραγωγική αναδιάρθρωση. Αν θέλαμε να βάλουμε τον πήχη ψηλά, θα λέγαμε ότι ειδικά για τη νέα Κεντροαριστερά, αυτό σημαίνει μια ριζική αλλαγή πολιτικής κουλτούρας. Από παράταξη της επισφαλούς και ελλειμματικής αναδιανομής, να γίνει παράταξη της παραγωγής και της ακριβοδίκαιης αναδιανομής σε συνθήκες έλλειψης πόρων.

Ο στόχος αυτός σημαίνει ουσιαστικό μετασχηματισμό του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού που κυριάρχησε στη Μ.Ε. Και είναι φυσικό. Η δομική προδιάθεση στην κρίση γεννήθηκε κατά μήκος της σχέσης Διεθνής Καταμερισμός Εργασίας (ΔΚΕ) – χαρακτήρας ελληνικού κυρίαρχου συνασπισμού – ρόλος του Κράτους. Πράγματι, η Ελλάδα βολεύτηκε σε μια επισφαλή, χαμηλής ποιότητας, και αρκετά εσωστρεφή συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενσωμάτωση στη διεθνή οικονομία. Το γεγονός αντανακλούσε τον περιορισμένο δυναμισμό του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού που οικοδομήθηκε με κορμό τον τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και τον τουρισμό. Όλα τα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) κινήθηκαν εγγυώμενα τα συμφέροντα, τις θεσμικές ρυθμίσεις και τις νοοτροπίες αυτού του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού. Το Κράτος σε όσμωση με το τραπεζικό σύστημα, συνάρθρωσε αυτόν τον προοπτικά μη βιώσιμο συνασπισμό, έγινε ο ενδιάμεσος δανειολήπτης για την ελληνική κοινωνία, τροφοδοτώντας την ιδιωτική κατανάλωση και τη δημόσιας δαπάνη. Σαν ειρωνεία της ιστορίας, η «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» ενσωμάτωσε την Ελλάδα μέσω του Κράτους και του κρατικού δανεισμού. Αυτός ο συνασπισμός έκανε ιδιαίτερα δύσκολο να σχηματιστούν δομημένες και σταθερές συναινέσεις για μια μεταρρυθμιστική στρατηγική καθώς έλειπαν τα μεγάλα κοινωνικά – οικονομικά υποκείμενα. Δεν υπήρξε μια επιχειρηματική συμμαχία με αρκετή ισχύ και κοινωνική συναίνεση, που να στόχευε στην ενίσχυση εξωστρεφών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Από την άλλη, το βάρος του αριστερόστροφου ή δεξιού λαϊκισμού στους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς φορείς που αντιπροσώπευαν την πλειοψηφία των εργαζόμενων, όχι μόνο μετριάζε τη μεταρρυθμιστική δυναμική, αλλά μάλλον επικύρωνε την εσωστρέφεια του μοντέλου ανάπτυξης με ατμομηχανή την ιδιωτική κατανάλωση.

Καταλαβαίνουμε έτσι, γιατί ένας νέος κοινωνικοπολιτικός συνασπισμός που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Ανασυγκρότησης, έχει μια όψη κυριολεκτικά «κοινωνικής μηχανικής». Επέμβασης στην ταξική διάρθρωση της χώρας και μάλιστα σε δύο μέτωπα. Το πρώτο είναι η σύναψη μιας παραγωγικής κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας για την ενδυνάμωση και τη διεύρυνση του διεθνώς ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας. Και το δεύτερο, η εδραίωση μιας νέας πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων στη βάση του ανασχεδιασμού των κοινωνικών πολιτικών ώστε να ανταποκρίνονται στα νέα χαρακτηριστικά που έχει λάβει η περιθωριοποίηση και η επισφάλεια. Δεν έχουμε αυταπάτες, η πολιτική στην εποχή μας είναι αναπότρεπτα πολυσυλλεκτική και επικοινωνιακή. Για τη νέα Κεντροαριστερά όμως στη φάση της Ανασυγκρότησης, πίσω από τον πολυσυλλεκτισμό, πρέπει να διακρίνεται σαν σε ακτινογραφία, ο σκελετός μιας τέτοιας νέας κοινωνικής συμμαχίας.

Αυτά ισχύουν είπαμε «αν θέλουμε να βάλουμε τον πήχυ ψηλά». Ετσι κι αλλιως όμως, η Κεντροαριστερά και το ΠΑΣΟΚ έχουν μείνει πίσω στον κομματικό ανταγωνισμό. Μόνο αν τεντώσουν και υπερβούν τις δυνάμεις τους θα μπορέσουν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ,  ΙΣΤΑΜΕ, 3-4 /9 / 2013

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.