Το ξέραμε εδώ και καιρό από τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους, τους ψυχολόγους αλλά κυρίως από τους μεγάλους λογοτέχνες. Μια επιδημία, πόσω μάλλον μια πανδημία, τεμαχίζει τον Χρόνο σε ένα «πριν» και ένα «μετά», κυρίως όμως τον παγώνει σε ένα «τώρα». Ένα «τώρα» σχεδόν ακίνητο, επαναληπτικό, μονοθεματικό και μονότονο μέσα στη δραματικότητά του. Σαν αυτό που ζούμε αυτή την εποχή του κορωνοϊού. Με μια πρωτόφαντη ιδιαιτερότητα: αυτό το «τώρα» είναι παγκοσμιοποιημένο όσο ποτέ στο παρελθόν. Βιώνουμε ατομικά και συλλογικά μια παράξενη διαλεκτική όπου συνυπάρχουν η πιο εκρηκτική και απότομη ρήξη της καθημερινότητάς μας, με την καταφυγή ή την προσπάθεια διάσωσης του «οικείου», του όποιου «οικείου» και ό,τι σταθερού καθησυχάζει τον καθένα μας. Στην πραγματικότητα, αυτή η διαλεκτική συνύπαρξη δεν είναι καθόλου παράξενη. Τέτοιες συνθήκες δραματικών και ξαφνικών αλλαγών κορυφώνουν την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, ραγίζουν τη βεβαιότητα και τη σταθερότητα του κοινωνικού και υλικού περιβάλλοντός του. Σαν άμυνα προσπαθούμε να ενεργοποιήσουμε τους μηχανισμούς που ενισχύουν την οντολογική ασφάλειά μας και καθησυχάζουν το άγχος, τον φόβο και τις φοβίες. Επενδύουμε στις ρουτίνες και τις κεκτημένες συνήθειες που μπορούμε να διατηρήσουμε στις έκτακτες συνθήκες, εμπιστευόμαστε ή ανακτούμε την εμπιστοσύνη μας στους ειδικούς, στο κράτος και τις ηγεσίες – στο μέτρο εννοείται που αποδεικνύονται επαρκώς αποτελεσματικοί και αξιόπιστοι.

Όμως, αυτή η συνύπαρξη συνέχειας και ασυνέχειας χαρακτηρίζει όλες τις όψεις της δημόσιας ζωής. Είναι παλαιό και γνωστό φαινόμενο η έλξη που ασκούν οι Δυστοπίες σε ένα μέρος της διανόησης. Έτσι είδαμε και πάλι, γνωστούς στο διεθνές κοινό διανοούμενους να προφητεύουν διάφορες «συντέλειες»: της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης. Κοινό χαρακτηριστικό: οι προφητείες για το «μετά» απλώς επαναλαμβάνουν και προεκτείνουν τις απόψεις που είχαν ήδη διατυπώσει για το «πριν» σε μια αδιατάρακτη σχεδόν συνέχεια.

Παλαιό και γνωστό είναι επίσης το φαινόμενο σε τέτοιες εποχές να οργιάζουν οι συνομωσιολογικές θεωρίες. Μικρό το κακό, απλώς ανεβάζουν τον δείκτη ηλιθιότητας μιας κοινωνίας. Αντιθέτως, πιο προβληματικές είναι οι μονοδιάστατες οπτικές που απλουστεύουν σύνθετες και αντινομικές ιστορικές τάσεις οι οποίες βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και θα συνεχίσουν ασφαλώς να εξελίσσονται μετά την κρίση του κορωνοϊού. Απλουστευτική είναι π.χ. η οπτική που προβλέπει την επιστροφή σε έναν Κόσμο εθνικών κρατών γιατί η παγκοσμιοποίηση έχει αποτύχει, καταρρεύσει ή είναι υπαίτια των επιδημιών. Κάτι τέτοιο προφητεύουν όσοι βλέπουν τη σχέση παγκοσμιοποίηση-εθνικό κράτος ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου όταν ενισχύεται η μία χάνει το άλλο και αντιστρόφως. Ή όσοι αφελώς πιστεύουν ότι διεθνείς οργανισμοί, διεθνείς ΜΚΟ και πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι τα υποκείμενα που θα διαχειριστούν την παγκοσμιοποίηση παραβλέποντας την ισχύ, τον ρόλο και το κύρος των κρατών. Η πραγματικότητα βρισκόταν και θα εξακολουθήσει να βρίσκεται πέρα από αυτές τις «κρατοκεντρικές» ή «υπερπαγκοσμιοποιητικές» αντιλήψεις. Παγκοσμιοποίηση και εθνικά κράτη θα συνεχίσουν να συνδιαμορφώνονται και να συνεξελίσσονται με επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, με τρόπους που υπαγορεύονται από της συγκυρίες και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Τις δύο προηγούμενες δεκαετίες η παγκόσμια πολιτική είχε ήδη μπει σε φάση αναταράξεων καθώς μεταβάλλονταν οι συσχετισμοί κυρίως μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η κρίση του κορωνοϊού με τις οικονομικές της επιπτώσεις, συμβαίνει μέσα στο ταραγμένο αυτό τοπίο. Μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι η διασυνδεσιμότητα και η παγκόσμια αλληλεξάρτηση θα συνεχίσει να αποτελεί την κυρίαρχη δομική τάση, καθώς η επιστροφή στις εθνικές περιχαρακώσεις θα σήμαινε γενικευμένη και απότομη οπισθοδρόμηση. Είναι επίσης εύλογο να ενισχύσει το αίτημα της διεθνούς συνεργασίας για τη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης καθώς όλες οι προβλέψεις λένε ότι οι πανδημίες θα χτυπούν κατά καιρούς τον Κόσμο. Η κρίση όμως του κορωνοϊού μπορεί να επιδράσει έμμεσα, αναλόγως των πολιτικών επιπτώσεων που θα έχει στους μεγάλους παίκτες της παγκόσμιας πολιτικής. Πώς θα επιδράσει στις αμερικανικές εκλογές; στη νομιμοποίηση του κινεζικού καθεστώτος; στη συνοχή της ΕΕ; σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία ή η Βραζιλία;

Η κρίση του κορωνοϊού αναθέρμανε τις συζητήσεις για τον ρόλο του κράτους στις εθνικές κοινωνίες. Εύλογα δεδομένης της έκτακτης και πρωτοφανούς κρατικής παρέμβασης όχι μόνο στην οικονομία όπως είχε κάνει στην κρίση του 2008, αλλά στις ζωές των πολιτών. Πράγματι, μέσα στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας το κάθε κράτος ανέλαβε τον ρόλο του αναμφισβήτητου πρωταγωνιστή και εγγυητή της επιβίωσης των κοινωνιών και των πολιτών. Απόλυτα λογικό και ευκταίο. Ήταν και είναι η αφετηριακή συγκροτητική λειτουργία κάθε μορφής Κράτους, λειτουργία που έρχεται στο προσκήνιο σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Ειδικά το δημοκρατικό κράτος έχει προβλέψει στο σύνταγμά του τους όρους και τους τρόπους παρέμβασής του σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες αναζητώντας τον συμβιβασμό μεταξύ της ασφάλειας της κοινωνίας, του αμοιβαίου ελέγχου των εξουσιών, των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων. Οι ανησυχίες για τους κινδύνους που διατρέχουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες από το αποτύπωμα που θα αφήσει η σημερινή έκτακτη κατάσταση ανήκει ασφαλώς στην έξαρση της δυστοπικής σκέψης λόγω γενικευμένης ανασφάλειας. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι η επανάληψη ενός γνωστού στη θεωρία φαινομένου: η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην τάση ομογενοποίησης που φέρνει η παγκοσμιοποίηση και ταυτόχρονα στην επίμονη αναπαραγωγή των ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών. Ενώ τα κράτη έπαιρναν τα ίδια περίπου μέτρα για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο κίνδυνο, οι χρόνοι, οι τρόποι και η έκταση, καθορίζονταν από τις εθνικές συνθήκες των χωρών. Οι παράγοντες και οι επιλογές που έγιναν καθορίστηκαν από την πολιτική κουλτούρα της χώρας, την κατάσταση και την αντοχή των εθνικών συστημάτων υγείας, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής ηγεσίας. Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες θα καθορίσουν την ικανότητα κάθε χώρας να σταθεί στο «μετά» την κρίση, ενώ είναι λιγότερο πιθανό να πραγματοποιηθούν κάποιες γενικές και ομοιόμορφες μεταβολές στις σχέσεις δημοσίου-ιδιωτικού, κράτους-αγοράς.

Μέχρι τώρα η Ελλάδα, να χτυπήσουμε ξύλο, στέκεται καλά όπως διεθνώς αναγνωρίζεται. Τα εύσημα πηγαίνουν στον Πρωθυπουργό που έκανε εγκαίρως την ηθική επιλογή πρώτα οι άνθρωποι και ύστερα η οικονομία, ασφαλώς στο ιατρικό-νοσηλευτικό προσωπικό που έδειξε ότι οι λειτουργοί τού ΕΣΥ είναι καλύτεροι από το ΕΣΥ, και στους πολίτες που δείχνουν αντοχή και ωριμότητα. Η διαφορά με την οποία η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει προς το παρόν τουλάχιστον αυτή την κρίση σε σχέση με εκείνη του 2008, είναι εντυπωσιακή και αξίζει να μελετηθεί όταν τελειώσει αυτή η ιστορία. Ξέρουμε ότι το «μετά» θα είναι πολύ δύσκολο. Αυτό που δεν ξέρουμε πόσο διαφορετικό θα είναι. Ξέρουμε ότι συνολικά και ατομικά θα αντιμετωπίσουμε οξύτατα οικονομικά προβλήματα, αλλά δεν ξέρουμε αν ως χώρα θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε σε σταθερές πολιτικές κάποια από όσα εφαρμόσαμε γρήγορα υπό την πίεση ενός αναγκαστικού εκσυγχρονισμού εκτάκτου ανάγκης. Σταθερές πολιτικές όπως η ψηφιοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών και της Δημόσιας Διοίκησης, όπως η ουσιαστική ανανέωση του ΕΣΥ, όπως η διάδοση νέων μορφών εργασίας με σεβασμό των δικαιωμάτων, όπως η φροντίδα για τους πιο αδύναμους.

**Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή άρθρου: Τα ΝΕΑ

By admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.